Η μέρα που ξημέρωσε χωρίς το ψέμα σου, ήταν η πιο φωτεινή απ’ όλες..
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Θεέ μου! Τι παράξενη και αλλιώτικη ήμερα ξημέρωσες;
Που τον βρήκες αυτόν τον τεράστιο ήλιο Θεέ μου και που στην ευχή τον έκρυβες τόσο καιρό;
Τι όμορφη μέρα, τι ωραία ζωή!
Άνοιξα το παντζούρι μου!
Είναι όλα αλλιώτικα σήμερα. Όλα μοιάζουν πιο όμορφα και οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι πια.
Έβαλα τέρμα την μουσική!
Άρχισα να τραγουδώ, τραγούδια ανθρώπινα, τραγούδια καινούρια, αλήθειας τραγούδια. Τα μπλούζ της αλήθειας, του καινούριου τα μπλούζ!
Σήμερα φόρεσα τα καλά μου!
Τα καλά στην ψυχή μου, γιατί καιρό τώρα της φορούσα κουρέλια. Τώρα θαρρώ πιο όμορφος δείχνω!
Καινούρια ζακέτα, καινούρια ελπίδα, καινούριο παντελόνι, καινούριο χαμόγελο, καινούρια παπούτσια, καινούρια καρδιά.
Ένιψα το πρόσωπο μου!
Με νερό άφθονο και καθαρό, να φύγουν δυο δάκρυα που στέγνωσαν πάνω μου, να φύγουν σκοτάδια, να φύγουνε ψέματα μαζί με προδότες.
Μια κούπα καφέ έφτιαξα, που μυρίζει αλλιώς!
Μμμμ, αα, τι ωραία που μυρίζει ο καφές μου! Μυρίζει ζωή ο καφές μου σήμερα, μυρίζει “εγώ”, μυρίζει ουρανό, αλήθεια μυρίζει.
Ένα τσιγάρο άναψα!
Να μπει ο καπνός του να κάψει τα πάντα, να κάψει ένα φόβο, να κάψει μια εικόνα, να κάψει μια λύπη και να γίνει χαρά.
Άρωμα φόρεσα πάνω μου!
Να σβήσει μια ασχήμια, να θάψει ένα χθες, να κρύψει πληγές που μυρίζανε αίμα, να διώξει μια βρωμιά που καθότανε πάνω μου.
Την πόρτα μου κλείδωσα και βγήκα μια βόλτα!
Βγήκα στον δρόμο σήμερα. Μου έχει λείψει μια βόλτα, να περπατήσω στο πλήθος, να χαθώ μέσα σε αυτό, να γίνω ένα μαζί του. Να γίνω και εγώ άνθρωπος σήμερα θέλησα Θεέ μου.
Σε μια πλατεία στάθηκα!
Παίζανε παιδιά και έμεινα ακίνητος εκεί να τα χαζεύω. Είχα ξεχάσει πως είναι να παίζεις, να πέφτεις, να γελάς, να ζεις τις στιγμές, να δείχνεις αθώος! Μονό μαζί μου να παίζουν πως είναι θυμόμουνα.
Θεέ μου! Τι παράξενη και αλλιώτικη ήμερα ξημέρωσες; Τι ωραία ζωή!
Σήμερα έχω όρεξη να πάω για ψώνια!
Σε ένα μεγάλο μαγαζί μπήκα και χάζεψα, ρούχα, ρούχα πολλά, καινούρια και όμορφα. Όμως, σε ένα μαντίλι λευκό πήγε το βλέμμα μου. Από όλο τον σωρό, μονό αυτό με τράβηξε πάνω του, μονό αυτό μου ζήτησε να το αγοράσω. Χωρίς να ξέρω αν μου χρειάζεται, χωρίς να ξέρω που θα το φορέσω, σε τι μου είναι χρήσιμο. Άπλα το απέκτησα να γίνει δικό μου.
Στο σπίτι μου γύρισα και στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη.
Ναι! Είχα δίκιο, πιο όμορφος από ποτέ σήμερα μοιάζω.
Πήρα το λευκό μαντίλι και το έβαλα στο τσεπάκι από το σακάκι μου. Α πα πα, καθόλου δεν του πηγαίνει.
Το τύλιξα στο λαιμό μου να γίνει φουλάρι. Μπα, δεν είναι ωραίο.
Το έδεσα στο κεφάλι μου να γίνει μπαντάνα. Αστείο το θέαμα.
Άχρηστο σκέφτηκα, τσάμπα τα χρήματα!
Το πήρα στο χέρι και στο μπαλκόνι μου βγήκα, ήταν η ώρα που περνούσες για να κάνεις την την βόλτα σου.
Σε είδα να έρχεσαι. Η μάσκα σου έπεσε και σε είδα πως είσαι.
Σήμερα, καθόλου όμορφη δεν ήσουνα, κουρέλια φορούσες στην ψυχή σου, σκοτάδια είχες στο βλέμμα σου, συμβιβασμό και ψέματα μύριζες, ο εγωισμός σου σερνόταν, για λύπηση ήσουνα. Πως δεν τα είχα δει τόσο καιρό ρε γαμώτο; Πως με ξεγέλασες;
Γύρισες το σκοτεινό σου βλέμμα ψηλά προς το μέρος μου. Στα μάτια σε κοίταξα, σου χαμογέλασα και σου κούνησα το καινούριο λευκό μου μαντίλι.
Επιτέλους, μου φάνηκε χρήσιμο!
(Αφιερωμένο σε όλους εκείνους με τα κουρέλια στην ψυχή, τα σκοτεινά βλέμματα που μυρίζουν ψέμα. Σε εκείνους με τα κούφια λόγια, τις άκυρες πράξεις, τους πρόστυχους συμβιβασμούς, τις δειλές φυγές, τις άτιμες ενέργειες, τους ανύπαρκτους εγωισμούς.
Τελικά, ευτυχώς δεν σας μοιάζουμε, τελικά… μαντίλια σας πρέπουν!)