Γράφει η Σοφία Δέδε
Σιωπή ολόγυρα!
Περασμένα μεσάνυχτα και ο Μορφέας δεν της έκανε την χάρη να έρθει απόψε. Τον περίμενε ως σωτήρα, ως λυτρωτή μιας επώδυνης μέρας. Τον παρακαλούσε, τον εκλιπαρούσε να έρθει, να την πάρει απο το χέρι και να την οδηγήσει στον κόσμο των ονείρων, στον δικό της κόσμο.
Είχε πάλι προσγειωθεί ανώμαλα σήμερα και ευελπιστούσε σε ένα μαγικό όνειρο.
Μάταια όμως.
Τα βουβά ολοήμερα δάκρυα της ψυχής της φανερώθηκαν ξαφνικά στα μάτια της και ξέσπασαν σαν καυτός χείμαρρος διασχίζοντας τα μάγουλά της και καταλήγωντας στην τελευταία παρηγοριά της, το μαξιλάρι της.
Αυτό το μαξιλάρι ήταν το τελευταίο της αποκούμπι. Ήταν αυτό που της είχε σκουπίσει όλα τα δακρυα των τελευταίων μηνών. Την είχε παρηγορήσει, την είχε αγκαλιάσει την είχε νιώσει.
Αυτό ήθελε και αυτή.
Ανθρώπους να την νιώθουν.
Εκείνο το κράκ που είχε ακουστεί μέσα της το μεσημέρι, έμοιαζε σαν κεραυνός που έπεσε απο το πουθένα σε μια απλά συννεφιασμένη μέρα.
Την πόνεσε, την τσάκισε.
Είχε δεχτεί ένα απρόσμενο χτύπημα από καποιον που θεωρούσε ολοκληρωτικά δικό της.
Η ψυχή της άρχισε να ματώνει παρόλο που τα χείλια της φορούσαν ακόμα το συνηθισμένο της χαμόγελο.
Προσπαθούσε να βρεί μια δικαιολογία. Δεν μπορεί! Κάτι θα έβρισκε για να τον δικαιολογήσει!
” Έλα μωρέ , μπορεί να συνέβη κατά λάθος, μπορεί να μην άκουσε καλά, μπορεί να έφταιγε η ψυχολογία της, καθώς τις τελευταίες ημέρες την ενοχλούσαν ακόμα και τα ρούχα που φορούσε!”σκέφτηκε.
Ικανοποιημένη απο την δικαιολογία που βρήκε συνέχισε την μέρα της προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι δεν ήταν πόνος αυτό που ένιωσε νωρίτερα.
Το ένστικτό της όμως ήταν σαν πυρωμένο σίδερο. Κάθε φορά της ακουμπούσε την ψυχή, την έκαιγε και της άφηνε σημάδι.
Η ίδια είχε πείσει τον εαυτό της οτι είναι μια πολεμίστρια. Δεν θα την έβαζαν κάτω όσα σημάδια και αν είχε. Θα έβγαινε αυτή η νικήτρια στο τέλος.
Όμως κανείς δεν της είπε ότι έπαιζε πόλεμο με τον άλλες φορές καλύτερο σύμμαχο και άλλες πάλι τον χειρότερο εχθρό, τον εαυτό της!
Σιωπή πάλι.
Κατάλαβε!
Ο Μορφέας αργούσε να έρθει επίτηδες!
Έπρεπε να μαζέψει πρώτα και να ξαναχτίσει όλα τα τουβλάκια της ψυχής της, που είχαν σκορπίσει και καταρρεύσει σαν παιχνίδι Jenga με ένα λάθος τράβηγμα.
Αυτό θα έκανε! Θα ξανάχτιζε την ψυχή της τουβλάκι τουβλάκι και ας μην ερχόταν καθόλου ο Μορφέας το βραδυ!