Γράφει η “Κλεψύδρα”
Ήρθε σπίτι η νοσταλγία, έβαλε κλειδί και μπήκε.
Τι και αν της έλεγα, πως είναι νοικιακό, ατάραχη στρογγυλοκάθισε και πρόσεξε την αμηχανία μου.
“Τι, δε με περίμενες; Τι ψεύτρα που είσαι.”
Μαζί της μπήκε και η κοκκινωπή μου γάτα που ακόνιζε τα νύχια στο ξύλινο τραπέζι.
Η γιαγιά την έδιωχνε, μα σα δεν έρχονταν κάθε τόσο ρώταγε.
“Η γάτα δε φάνηκε;”
Τι παράλογη ανησυχία και κοίτα την πως γουργουρίζει λίγο να πλησιάσω.
Μα τι όμορφο τρίχωμα, πάω να αγγίξω και εμφανίζονται δυο χέρια, ξεστρατίζουν στη στοργή.
Δε τ’ άγγιζα μα έπεφτα αφημένη.
Τόσο σπάνια.
Γέλια, φωνές γύρω στα 10 εμείς, εσύ δε μπορώ να προσδιορίσω, βλέπεις η μητέρα έκρυβε τη ταυτότητα και μεις για να μη χαλάσει το παιχνίδι δεν είπαμε πως κλεφτά την είδαμε.
Σου χρωστάω τη λέξη μπόλιασμα, ξέρεις εκείνο που κανες με τα φυτά, μόνο εσύ έλεγες αυτή τη λέξη.
Ήθελα να στη δώσω πίσω μα δε σε βρήκα.
Άλλαξε η εποχή, είπα κάτι φθηνά όχι, μα πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις, πήρα τηλέφωνο, μου λειψε η φωνή σου κι έκατσες και τα είπαμε ως το ξημέρωμα.
Αχ, αυτοί οι ευαίσθητοι όταν καούν δε ξαναγγίζουν με τεντωμένο χέρι δίπλα στην φωτιά! Σαν να έτυχε, περιμένουν και περιμένουν ή στο παγωμένο το νερό ως το λαιμό και τίποτα.
“Σε περίμενα καλή μου, φυσικά και σε περίμενα, μα σε πρόλαβε η απουσία.”
Ήπια ξέρεις απόψε και τη πάτησα εγώ που με το παρελθόν δε έχω πάρε δώσε.
Σου είπα, το σπίτι είναι νοικιακό και όσα μου δειξες απόψε ούτε κει συ, ξέρεις που κοιμούνται.
“Ποια είναι η ψεύτρα;”
Δε μου απάντησε, ντράπηκε ως όφειλε, πήρε το ήρεμο γατί μου αγκαλιά και χάθηκε.