Γράφει ο GA.NF
Πλησιάζεις τα σαράντα κι αναρωτιέσαι πώς θα ήταν εκείνος σε αυτή την ηλικία.
Κλείνεις τα μάτια και επεξεργάζεσαι στο μυαλό σου την εικόνα του.
Το τελευταίο χαμόγελό του, το άγγιγμά του, τις λέξεις του.
Προσπαθείς να νιώσεις όπως τότε.
Παιδί ευτυχισμένο, γεμάτο όνειρα και αγάπη.
Κι όταν πας να νιώσεις έστω και λίγο από αυτό το θαύμα, θέλεις να ανοίξεις τα μάτια σου και να είναι όλα ίδια.
Όπως τότε…
Από την λαχτάρα σου να ζήσεις πάλι αυτά που έχασες νωρίς, πέφτεις στην παγίδα.
Δεν έπρεπε. Δεν έπρεπε να τα ανοίξεις πάλι.
Χάθηκαν όλα πάλι.
Θα μείνεις μόνος.
Βρίζεις τον εαυτό σου που δεν είσαι δυνατός να κρατήσεις τα μάτια σου κλειστά.
Μα τι λέω;
Και όταν μπόρεσες μια φορά για μέρες, εκείνος δεν σε άφησε.
Σε έπεισε να τα ανοίξεις.
Έχει δίπλα του τις αδυναμίες μου.
Σε κάθε βουτιά, βάζει αυτές στην επιφάνεια για να ξαναγυρίσω εγώ.
Έφτασε η ώρα να κοιτάξεις τον καθρέφτη σου.
Δεν είσαι παιδί. Μόνο η εικόνα σου μπορεί να σε προδώσει.
Μόνο η ψυχή σου και τα μάτια σου μπορούν να σε αναστήσουν.
Να γίνεις πάλι παιδί.
Α ναι, ξέχασα να σου πω Πατέρα.
Ο πόνος ομορφαίνει όταν είσαστε δίπλα μου.