Δεν μπορεί να μην το βλέπεις πως αδειάζω
Γράφει η Κρυσταλλένια Γαβριηλίδου
-Έχεις κάτι;
-Θέλεις πραγματικά να μάθεις ή ρωτάς από συνήθεια; Αφού ξέρεις.
Δε μπορεί να μην το νιώθεις;! Ότι αδειάζω.. Ότι μαραίνομαι.. Ότι με διώχνεις..
Βλέπεις στη δική μου λογική, το «σε θέλω» δε γνωρίζει γλώσσα, χαρακτήρα, χρονική στιγμή. Δεν έχει δοσομετρητή. Δεν πιέζεται, δεν είναι κουρασμένο ούτε ανασφαλή.
Σημαίνει δε σε κάνω να αναρωτιέσαι πως σε θέλω αφού σου δείχνω το αντίθετο
Σε ψυχανεμίζομαι και δε ρωτάω τι έχεις όταν εγώ το χω προκαλέσει
Είσαι στο αύριο μου και τα όνειρα μου έχουν β΄ πληθυντικό
Σε ποτίζω καθημερινά μη μου μαραθείς
Έμαθα λοιπόν στα θέλω μου, όταν τα βρίσκω, να κάνω τα πάντα για να πω σε μένα ότι το κανα. Να νιώσω τη θηλιά στο λαιμό μου να σφίγγει τόσο που με το ζόρι να παίρνω ανάσα. Να πέφτω σε τοίχους, τείχη αλλεπάλληλα, να κάνω τόσες πληγές, να ματώσω ώσπου να μη με παίρνει άλλο. Να με βάλω ενέχυρο προκειμένου να με ξυπνήσω. Και να καταλάβω ότι το μόνο δικό σου θέλω ήταν ηχηρό. Και ήταν «να φύγω». Το άκουσα.
Ξέρεις τι να φοβάσαι πιο πολύ;
Το να διώχνεις κάποιον και αυτός να συνεχίζει να έρχεται.
Και δεν υπάρχει ξενέρωμα χειρότερο από το σταδιακό. Να τάξεις στον άλλον τα πάντα, να σε πιστέψει και να τον αφήσεις στο τίποτα. Και αν δε γουστάρεις φίλε καλά κάνεις. Μείνε με το λίγο σου. Παίρνω το πολύ μου και φεύγω. Αλλά να χεις τα κότσια να μου το πεις στα ίσα. Ένα επειδή στο γιατί μου, το οφείλεις. Αν πάλι ναι, να σε φοβάσαι. Είσαι αυτοκαταστροφικός.
Μην πετάς τις στιγμές σου δεξιά και αριστερά. Ότι δεν αξίζει, πέτα το ίδιο.
Να μη σκέφτεσαι τι θα πεις και τι θα κάνεις. Να σαι εσύ στην πιο εσύ εκδοχή σου. Αν όχι, αν νιώθεις φιμωμένος, δεν ανήκεις εκεί.
Τη θέση στη ζωή κάποιου δεν τη διεκδικείς
Και όπως είπε και μια καλή φίλη, «Από τη στιγμή που ζητάς πράγματα που για έναν ερωτευμένο θα ταν δεδομένα έχει τελειώσει και το ξέρεις»
Όταν βλέπεις τις φουρτούνες να έρχονται, μην περιμένεις σαν τον καλό καπετάνιο να φύγει πρώτα το πλήρωμα και οι επιβάτες είτε σαν τιμωρία είτε από εγωισμό γιατί δε θες να παραδεχτείς ότι έπεσες έξω και το στηρίζεις μέχρι τέλους. Έκανες ότι μπορούσες, μη μείνεις να δεις και το ναυάγιο.
Όλα είναι συνάρτηση του αν θες.
Θέλεις;
Θα βρεις τρόπο. Θα βρεις χρόνο. Θα δώσεις χώρο.
Θα δημιουργήσεις το μαζί.
Και δεν έχει δικαιολογίες, το θέλω αφορμή, αυτό και η πυξίδα.