Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Πες μου, αλήθεια, πώς γίνεται να με πονάει τόσο μια αγκαλιά; Πότε αυτή η αγκαλιά, που κάποτε ήταν το καταφύγιό μου, έγινε για μένα φυλακή; Κι εκεί που κάποτε δεν είχα ανάσα μακριά σου, τώρα αυτή η αγκαλιά μου κλέβει το οξυγόνο.
Κι όσο εσύ μιλάς, τόσο εγώ σωπαίνω. Κι όσο εσύ νιώθεις, τόσο εγώ γίνομαι άψυχη σαν μαριονέτα. Κι όσο εσύ με σφίγγεις πάνω σου, τόσο εγώ θέλω να φύγω μακριά. Γιατί αυτή η αγκαλιά, που κάποτε ήταν η ασφάλεια που ζητούσα, στένεψε τον ορίζοντά μου και στρίμωξε τα θέλω μου. Τα όνειρα που έκανα δεν χωράνε πια πουθενά. Εγώ δεν χωράω πια πουθενά.
Τώρα με πονάει η αγκαλιά σου. Θέλω να φύγω μακριά. Μακριά από σένα, που κάποτε σε αγάπησα πολύ, μα τώρα δεν αντέχω πια να μ΄ αγκαλιάζεις.
Δεν θέλω να με φυλακίζεις, δεν θέλω να μου επιβάλλεσαι. Θα ήθελα να νιώθω ελεύθερη, για να μπορώ να σε επιλέγω ξανά και ξανά. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή σε θέλω. Γιατί τι αξία έχει η αγκαλιά σου, όταν με πνίγει; Τι αξία έχει η αγκαλιά σου, αν δεν μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι μαζί;