Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
“Κυκλοθυμική, δύσκολη, σχεδόν ανισσόρροπη όταν θυμώνει. Φτιάχνει το χάος της και βάζει στοίχημα να το δαμάσει. Και το δαμάζει. Καμία λογική.”
Και τότε τι της βρήκες ρε φίλε. Δέκα χρόνια, δεν τα λες και λίγα.
Καλή ερώτηση. Τι της βρήκα.
Εμφανιστήκαμε ο ένας στην ζωή του άλλου χαλαρά. Σαν από εκείνες τις στιγμές που γίνεσαι κομπάρσος στο έργο σου. Δεν θέλαμε πολλά λόγια. Δεν χρειαζόμασταν εξηγήσεις.
Παλεύαμε κι οι δυο με το χάος μας. Όσο πάει είπαμε. Δεν βαριέσαι είπαμε. Βολεύει είπαμε.
Ορκιστήκαμε να μην νιώσουμε, να μην δώσουμε από τα ουσιαστικά μας. Όχι γιατί δεν είχαμε, αλλά γιατί ήταν επιλογή μας, λέει.
Δεν καταναλώσαμε ποτέ λίτρα αλκόολ για να αφεθούμε. Δεν χρειαστήκαμε ποτέ μια νύχτα για να αφήσουμε τις αναστολές μας. Δεν υπήρξαν. Ήταν εύκολο.
Ήταν η Πέμπτη μου, ήμουν το διάλειμμά της. Κι οι “μερικές ώρες” για να περάσουμε καλά, έγιναν ολόκληρη μέρα. Κι η ολόκληρη μέρα άρχισε να καβαντζώνει ώρες από το βράδυ μας.
Και τα τυπικά μηνύματα για να συνεννοηθούμε, έγιναν καλημέρες, και καληνύχτες, και τηλεφωνήματα.
Κι οι μέρες άρχισαν να μετράνε με άξονα την Πέμπτη. Είναι Δευτέρα, να δουλέψω πιο πολύ για να μην έχω τίποτα άλλο την Πέμπτη. Να μαζευτώ νωρίς την Τετάρτη, για να είμαι χαλαρός το πρωί την Πέμπτη. Και τα Σαββατοκύριακα, να μην τα γουστάρω άλλο.
Και να βλέπω το γκρεμό και να πατάω γκάζι. Άλλωστε το φρένο δεν το γούσταρα ποτέ. Και τώρα; Ποιος βάζει χαλινάρι;
Άρχισαν τα χέρια μου να ανακαλύπτουν τις διαδρομές πάνω σου. Το σώμα μου να συνηθίζει το καλούπι σου. Τα χέρια μου να ψάχνουν τα δικά σου. Οι αγκαλιές που δεν άντεχες, να γίνονται διαρκείας. Να μην τραβιέσαι πια.
Κάθε ιδιοτροπία σου, κάθε παραξενιά σου, κάθε ελάττωμά σου, έβρισκε εξήγηση.
“Δεν έχω να δώσω. Δεν θέλω να νιώσω.” δήλωνες και περνάγαμε μαζί μέρες και ώρες γεμάτες από κουβέντες, φιλιά, γέλια.
Οι Πέμπτες έμειναν εκεί, χαραγμένες στο ημερολόγιό μας, και ξαφνικά γεμίσαμε μικρά “διαλείμματα μέσα στην μέρα”. Κάθε μέρα.
Στα γρήγορα από το σπίτι για φαγητό, που τελείωνε ώρες μετά. Ραντεβού στη μέση του δρόμου για ένα φιλί. Κι οι νύχτες ήρθαν και μας βρήκε το ξημέρωμα, χωρίς να έχουμε κάνει έρωτα, έχοντας όμως πει τα ανείπωτά μας.
Και στο πρώτο “σ’αγαπώ” φρίκαρες. Έμεινες σιωπηλή για μέρες. Κρύφτηκες σαν παιδί που το μάλωσαν.
Και μόλις μου ξεστόμισες το “σε ερωτεύομαι”, το έβαλες στα πόδια. Δεν σε κράτησα. Δεν σου είπα μείνε. Ήξερα πως δεν θα μπει τελεία σε εμάς.
Όσο έλειψες, μέτρησα τις στιγμές μας μία μία. Πήρα πολλές φορές τον αριθμό σου και το έκλεισα.
Θέλει γερό στομάχι για να γυρίσεις μετά από τόσο καιρό. Κι εσύ γύρισες. Στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου, καθισμένη. Δεν σε είδα, δεν σε άκουσα, σε ένιωσα.
Δεν σε ρώτησα τι έγινε, δεν σε ρώτησα τίποτα. Δεν με ρώτησες τίποτα.
Ένα “μπορώ;” που είχε μέσα όλες τις ερωτήσεις που ήθελες να κάνεις. Μια κατάφαση, που είχε όλη την ανακούφιση που ένιωσα.
Κι από τότε μετράμε τα χρόνια να περνάνε. Με όλους τους ρόλους που μπορεί να έχει ένας άντρας και μια γυναίκα σε μια σχέση ζωής. Νυν, πρώην, εραστές, φίλοι, κολλητοί, εχθροί, συνεργάτες, οικογένεια, συνταξιδιώτες, συμπολεμιστές.
Σχέση ζωής, που ξεκίνησε από μια Πέμπτη, κι έγινε όλες οι Πέμπτες, όλες οι μέρες κι όλες οι στιγμές. Περαστικά αγγίγματα που έγιναν σημάδια. Χάδια στα γρήγορα που έγιναν αγγίγματα και χέρια πλεγμένα σε διαδρομές χωρίς προορισμό.
Ένα ρίσκο που έπρεπε να χάσεις, για να σε κερδίσω. Ρίσκο μου.
ΥΓ. Στην πιο σοφά και ανισόρροπα χαοτική γυναίκα (μου)