Γράφει η Άντζελα Καμπέρου.
Φυσάει απόψε περασμένους έρωτες, αγκαλιές ξεφτισμένες και ξεψυχισμένα χάδια.
Σε μια ριπή του ανέμου, μύρισε η κολόνια σου και για μια στιγμή τα πάντα γύρισαν στο παρελθόν. Φιγούρες ξεθωριασμένες και μάλλον κουρασμένες και εσύ και εγώ, στεκόμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο με μια άγνοια αδιανόητη.
Χαμογελάμε κουρασμένα, μάτια σχεδόν κλειστά σακουλιασμένα και τα κορμιά μας μικρά και σκυφτά σαν να χουν περάσει από πάνω μας αιώνες ολόκληροι.
Η δεύτερη ριπή φέρνει στα αυτιά μου λόγια άσχημα, από εκείνα που δεν μπορείς να πάρεις πίσω, από εκείνα που κόβουν σαν ξυράφια και πονάνε διαολεμένα.
Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου, βάζω τα χέρια μου στα αυτιά μου και αφήνω τον αέρα να χαιδέψει το πρόσωπό μου, να τυλίξει το σώμα μου όπως κάποτε με τόση αγάπη το τύλιγαν τα χέρια σου.
Νιώθω τον έρωτά σου πάλι γύρω μου, την αύρα σου να με αγκαλιάζει όσο ο άνεμος στροβιλίζεται γύρω μου.
Αισθάνομαι τα χείλη σου πάνω μου και ανατριχιάζω. Τόσο αληθινό έμοιαζε που άφησα τα χέρια μου από τα αυτιά μου και τα άπλωσα να σε αγκαλιάσω.
Πέσαν στο κενό.
Φυσάει απόψε περασμένους έρωτες και ξυπνάει αναμνήσεις βαθιά θαμμένες. Από εκείνες που προσφέρουν μια ανεξήγητη θαλπωρή, σαν μια ζεστή κουβέρτα που σε αγκαλιάζει.
Περνάνε τελικά οι έρωτες οι δυνατοί, οι έντονοι, οι μεγάλοι;
Νιώθω τον αέρα να κοπάζει κι όμως το μυαλό μου ακόμα στροβιλίζεται.
Δεν περνάνε οι έρωτες. Δεν σβήνουν έτσι απλά, δεν ξεθωριάζουν.
Θα έρθω να σε βρω. Να με περιμένεις. Για την ώρα, ελπίζω σε κάποια ριπή του ανέμου να νιώσεις πως ακόμα σε ζητώ.