Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Σ’ ερωτεύτηκα, το παραδέχομαι.
Τρελά και πέρα από κάθε λογική. Κυρίως τη δική μου, την τετράγωνα ακέραιη πίσω από την οποία είχα κρύψει ενθουσιασμούς, παιχνίδια γοητείας κι έκπληξης για πολλά χρόνια.
Σ’ ερωτεύτηκα από τη θωριά σου, χωρίς να το καταλάβω, από τον άγνωστο/μακρινό κόσμο σου, από τη μαγεία που έβλεπα αρχικά σε δύο μάτια που φορούσες για της ψυχής σου τους καθρέφτες, πολύ πονεμένα αλλά και πολύ σκοτεινά, με μαγνητιζε το βάθος τους.
Σ’ ερωτεύτηκα από ένα πανέξυπνο, ατακαδορικο μυαλό με ξεκάθαρο ερωτικό πρόσημο που υποσχόταν τα πάντα και τσιγκλουσε την κοιμισμένη κυριολεκτικά φαντασία μου μαζί με μια γλύκα που μ’ άφησες να δω στα όρια της ξεχασμένης παιδικότητας μιας καλά κρυμμένης εφηβείας. Που εσύ έφερνες και μπορεί να την έζησες μάλλον άτσαλα, εγώ την άφησα πάλι να γίνει απωθημένο μου στην επίταξη του πρέπει και του καλού κοριτσιού που με βομβάρδιζαν από μικρή να είμαι.
Κι η καρδιά μου ένιωσε. Πολλά κι απίστευτα κόντρα στις αποστάσεις, στις συνθήκες στου εγκλεισμού τους νόμους. Απίστευτα για τα έως τώρα δεδομένα της. Ένιωσε να αφυπνίζεται, να ξυπνα από λήθαργο και χειμερία νάρκη ετών που την είχε υποχρεώσει το γρανάζι της ζωής της να ζει.
Η καρδιά μου σκιρτισε. Χτυπουσε ακαταλυπτα για σένα, ακόμη και με τον ήχο της φωνής σου στην άλλη άκρη της γραμμής. Ακόμη και με την σιωπή σου, ακόμη και στου αχ την κόψη σου, για όσα σε βασάνιζαν και τα έφερες μαζί σου μπροστά στα μάτια μου, χάρισμα μου, για να με προειδοποίησεις ότι το μπόι σου είχε κι ανάποδη σκιά. Προς τα κάτω και μέσα. Δεν μου έκρυψες το σκοτάδι σου, δεν σε βοήθησα να το σώσουμε μαζί.
Κι η καρδιά μου πόνεσε. Ότι κι αν έδινε όσο κι αν άνοιγε, όσα και αν πρόσφερε, όσο κι αν ελιωνε για σένα, για ένα σου χαμόγελο, για μια ξεχασμένη, τρυφερή, γλυκιά ερωτική κι ενίοτε άγρια έκφραση του θέλω Σου για μένα οι χαράδρες και οι πάγοι μέσα σου φτιαγμένοι με σπουδή και βιώματα ως πολύ πίσω σου δεν σώθηκαν, δεν έλιωσαν δεν μείωσαν τη δύναμη τους μέσα σου ποτέ. Σε ορισαν, σε κατευθύνουν ακόμη, σφραγίζουν κάθε επόμενο τώρα σου.
Κι η καρδιά μου έκλαψε, ένιωσε μικρή, λίγη, ασήμαντη, αδύναμη, μπροστά στα θηρία που έτρωγαν ό,τι όμορφο κουβαλάς και σε μετέτρεπαν σε αγρίμι, σε μοναχικό λύκο που δεν αντέχει και δεν αντέχεται, που βλέπει σε όλους το κακό, που κυνηγά για να ζήσει και δεν γίνεται να αφεθεί για να χαρεί. Να νιώσει και να πιστέψει.
Κι εντέλει η καρδιά μου έζησε. Και ζει και σε κουβαλάει στο διηνεκές σαν κάτι μοναδικό κι ανεπανάληπτο που ήρθε πραγματικά από το πουθενά, την συνταραξε, την δοκίμασε, την νίκησε, τα κατάφερε όμως και το έκρυψε. Από τα αδηφάγα μάτια των εξηγήσεων του μυαλωμενου τάχα μου κόσμου. Και το κράτα σαν θησαυρό, σαν μάθημα ότι οι μεγάλοι έρωτες, κραυγαλέα καίγονται. Κι από απόσταση…
Η καρδιά μου προχώρησε. Και θα συνεχίσει. Με σένα βαθιά μέσα της, κυρίως εκεί που το μπλε της θάλασσάς της ανακατεύεται με ορμή με το κόκκινο του θέλω και δεν έχω της. Εκεί στη γωνία του μωβ της, δική σου γωνιά..
Μέσα μου, βαθιά μου, αλλά όχι δίπλα μου αγαπημένα μονα-δικέ μου…