Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, σαν ταξιδάκι αναψυχής με ένα κρυμμένο τραύμα που λέει και το τραγούδι.
Και τα τραύματα πολλά.
Αναρίθμητα στα χρόνια.
Λόγια, χρόνια και πληγές. Κι ανηφόρες χωρίς θέα μετά από μικρά ξέφωτα.
Γιατί επέμενες να βλέπεις τον κόσμο με τα δικά σου αγαπησιαρικα γυαλιά από το ροζ της κοριτσίστικης σου αθωότητας στο γαλάζιο της απέραντης θάλασσας του νιώθω έως και το πορφυρό κόκκινο με ένα γιγάντιο “σε θέλω” για παντιερα. Κι όσο πιο μεγάλο το θέλω και το όνειρο τόσο πιο ανώμαλη η προσγείωση στο χώμα γρήγορα μετά.
Με σένα να αναμετριεσαι κάθε φορά με το μηδέν, με τα αμέτρητα γιατί που έσκαγαν από παντού μέσα σου για τις λογής ψυχές που έφερνες κοντά σου, έβαζες μέσα σου γιατί γύρευες με αγωνία σχεδόν να ενωθείς, να μοιραστείς ζωή και θαύματα αλλά αυτές γινόντουσαν μαθήματα. Ξανά και ξανά.
Κι έχασες το μέτρημα και σταμάτησες να περιμένεις κάτι διαφορετικό και πείστηκες ότι αυτό είναι, έτσι έχει αποφασίσει η ψυχή σου για τη βόλτα της εδώ τούτη τη φορά. Σαν μαγεμένη να τριγυρνά, να προσφέρεται και να καταλήγει πάντα μόνη, λαβωμένη κι απορημένη.
Μέχρι που φάνηκες εσύ. Που δεν σε πτόησαν ούτε τα μέτρα εγκλεισμού, ούτε ο φόβος του φτάνω κοντά σε έναν φαινομενικά άγνωστο. Βρέθηκες σε απόσταση αναπνοής τόσο γρήγορα, τόσο εύκολα κι απλά, σαν να ήσουν από πάντα εδώ μπροστά μου, ανάσα μου.
Κι έκατσες δίπλα μου με υπομονή και επιμονή, με πείσμα να παραμείνεις.
Κι άνοιξες τα χέρια, έκλεισες με πίστη τα μάτια.
Κι όσο και αν εγώ κρατούσα κλειστά στην αρχή της καρδιάς τα πόρτοπαράθυρα από αυτοπροστασία κι επιφυλακή για το επόμενο κακό μάθημα, εσύ έστεκες απέξω φρουρός άγρυπνος, να διώχνεις όλους τους εφιάλτες που είχε γεννήσει η απουσία του πριν.
Και φίλησες χωρίς φόβο αλλά με πάθος στόμα εκπαιδευμένο για χρόνια στη σιωπή, σφραγισμένα αφιλητο πραγματικά, στο όνομά του άκυρου ονειρεύομαι, του θέλω αλλά δεν έχω, δεν δικαιούμαι κι έτσι θα είναι στο εξής.
Και κατάφερες να λύσεις τα μάγια, φέρνοντας ξανά το δικαίωμα στο όνειρο, στο μαζί, στο είμαι, στο έχω, στο ζω.
Και παραμένεις παρών ακόμα και στη σιωπή μου, αιτία για το χαμόγελο μου, αφορμή να νιώσω αλλιώς το ρεύμα της συνονόματης, να θυμηθώ από την αρχή σαν να ‘ναι πρώτη φορά την ανατριχίλα που μπορεί να σου προκαλέσει μια αγκαλιά. Ένωση με ένα σώμα που κουμπώνει τέλεια με το δικό σου και δημιουργεί ένα ακέραιο, αδιαίρετο ένα.
Κι εγώ ξεφόρτωνομαι σιγά-σιγά ετών σταυρούς και βαρίδια κι ελαφραινω, γίνομαι έφηβη ξανά, εκείνο το ρομαντικό πλάσμα που πίστευε στις μεγάλες αγάπες στου κάθε τώρα το πάντα και σκαρωνε ερωτικά γράμματα στα ημερολόγια του καταστρωματος της ζήσης της για τον μόνα-δικό της. Χαμογελάω και το νιώθω δεν υποχρεούμαι να το δείχνω. Κι αρχίζω να ονειρεύομαι ξανά, να μου το επιτρέπω χωρίς να φοβάμαι…
Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα και κάτι μέσα μου φωνάζει ότι εσύ τελικά ήρθες για να σωθούμε.
Κι οι δυο.
Και να μείνεις…