Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Κάπου στο κέντρο, σε ένα μικρό μπαλκόνι, τα παραθυρόφυλλα μιας ξεχασμένης στον χρόνο πολυκατοικίας ανοίγουν τρίζοντας. Μια κοπέλα με καστανά σγουρά μαλλιά βγαίνει έξω τρίβοντας τα μάτια της, αφού ο ήλιος την τυφλώνει.
Στο ακριβώς απέναντι μπαλκόνι, σε μία αντίστοιχη πολυκατοικία ένας ξένος την κοιτάει και της γνέφει ευγενικά καλημέρα. Η κοπέλα ανταποδίδει.
“Ξένοι μεταξύ ξένων” σκέφτεται και σκύβει να μυρίσει την ανθισμένη γαρδένια της, το μοναδικό πράσινο σε τούτη την μουντή συνοικία.
Μπαίνει στο διαμέρισμά της και κατευθύνεται στην κουζίνα να φτιάξει τον καφέ της, κατακαλόκαιρο και εκείνη έπινε ελληνικό. Γέλασε μόνη της φευγαλέα, σκεπτόμενη πόσο θα την δούλευαν οι φίλοι της για αυτή της την παραξενιά και τράβηξε την πρώτη τζούρα από τον καφέ της καίγοντας την γλώσσα της.
Η τηλεόραση είχε μόνο ειδήσεις, μιζέρια και καταχνιά. Πόνος και φόβος από την μία άκρη της γη έως την άλλη.
Κοίταξε πάλι την γαρδένια της, άσπρα μπουμπούκια γέμιζαν τα κενά ανάμεσα στα καταπράσινα φύλλα της, “τι όμορφη που είναι”, σκέφτηκε. Ο κύριος που της είπε καλημέρα ήταν ακόμη στο μπαλκόνι. Μόνος.
Μόνη κι αυτή σε ένα σπίτι πολύ μεγάλο για να την χωρέσει, σε μία πόλη τεράστια για να την αντέξει και εκείνη γραπωνόταν από όπου έβρισκε χαρά.
Έκλεισε την τηλεόραση και άνοιξε το ράδιο, μια μελωδία γλυκιά πλημμύρισε το δωμάτιο και δυνάμωσε κι άλλο τον ήχο. Τόσο ώστε να πλημμυρίσει η γειτονιά της ολόκληρη.
Έκατσε πάλι στον καναπέ κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι της.
Τώρα ο κύριος τραγουδούσε και χόρευε μονάχος του στο μπαλκόνι με ένα αμυδρό χαμόγελο.
“Τι καλά να βρίσκεις την ευτυχία ακόμη και στα πιο μικρά” αναλογίστηκε και ρούφηξε ακόμα λίγο από τον καφέ της, χαζεύοντας τα μπαλκόνια που γέμιζαν τον ορίζοντα, τα φαντάστηκε να γεμίζουν λογιών λογιών ανθρώπους που χορεύουν και τραγουδάνε.
Ένα χαμόγελο γέμισε το πρόσωπο της και η μέρα της έγινε λίγο καλύτερη από πριν.