Γράφει η Σοφία Δημητριάδου
Θέλω κάποιος να μην γελάσει με τα συναισθήματά μου. Να μην ψάχνει τις αδυναμίες μου.
Κάποιος να μου πει ότι, εδώ μπορείς να ακουμπήσεις.
Θέλω κάποιος να μην φοβηθεί τις επιθυμίες μου και η καρδιά μου επιτέλους να μπορέσει ν’ αγαπήσει.
Φοβάται, τρέμει στην ιδέα να δοθεί, γι’ αυτό και πάντα είναι συγκρατημένη, δίνει μέχρι ένα σημείο γιατί το υπόλοιπο δεν της δίνουν την ευκαιρία, την δυνατότητα, την ασφάλεια ίσως να αφεθεί. Αν το κάνει, τι θα γίνει τότε;
Έχει τόσα πολλά πράγματα κρυμμένα μέσα της, όμως με το που πάει κάποιος να τα ακουμπήσει, να μπει στο λαβύρινθό της, τρομοκρατείται και αποσύρεται. Ασυναίσθητα φοβάται το μετά και προστατεύεται, χάνεται.
Κανένας δεν προσπαθεί να την καταλάβει.
Κανένας δεν της δίνει το χρόνο. Κυριαρχεί το εφήμερο και το γρήγορο, αλλά αυτή είναι γαλουχημένη διαφορετικά, αλλιώς σκέφτεται και αλλιώς αγαπά.
Δεν μπορεί σε ξένες αγκαλιές καθώς είναι απόλυτη.
Παγώνει και χάνει τον εαυτό της. Δεν μπορεί σε “δήθεν” και “κάπως έτσι” γιατί είναι αληθινή.Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να φανταστεί και την ζωή της χωρίς αγάπη.
Είναι στιγμές που απλά θέλει να νοιώσει κάτι, να νοιώσει ένα χέρι να προσπαθεί να την αγκαλιάσει και όχι να την ξεγυμνώσει. Δυστυχώς δεν ζητάει κάτι τόσο εύκολο όσο θα έπρεπε να είναι και το γνωρίζει. Γι’ αυτό και λέει αντίο εύκολα, ακόμα και αν έχει κάποιους ενδοιασμούς. Γι’ αυτό και έχει συνηθίσει στην απομόνωσή της, όσο κι αν αγαπά τον έρωτα. Γι’ αυτό και νοιώθει δειλή κάποιες φορές. Όμως πάντα ελπίζει και πιστεύει στα θαύματα και στα σχεδόν συνηθισμένα και αναμενόμενα, τις περισσότερες φορές, “happy end”.
Γιατί θέλει να συνεχίσει να ψάχνει για το σκίρτησμα και ας νοιώθει μοναξιά καμιά φορά.