Γράφει η Λίνα Παυλοπούλου
Πώς μικραίνει ξαφνικά ο κόσμος και δεν σε χωράει.
Πώς ξεμακραίνει ξάφνου ο εαυτός από την ύπαρξη.
Πώς μια κουρτίνα δίνει ασφάλεια στην ψευδαίσθηση.
Τίποτα δεν είναι δικό μας πέρα από τα όνειρά μας.
Τίποτα που να κρατά το χάος της αποδόμησης.
Καμιά παρηγοριά.
Κανένας λόγος κρατερός.
Ολα στο βωμό της ανυπαρξίας.
Κοιτάς τα χέρια σου και ψάχνεις τον εαυτό σου.
Κοιτάς τον ουρανό και βλέπεις μόνο το φεγγάρι.
Φύγαν τα καλοκαίρια, οι άνοιξες και μείναν οι χειμώνες.
Φύγαν τα αποδημητικά πουλιά και άφησαν φωλιές άδειες.
Και κάπου εκεί έξω, ανάμεσα και πουθενά, ένας εαυτός κατακερματισμένος.
Οταν τραβήξει το χέρι του Θεού την κουρτίνα που κανείς δεν τόλμησε, λύτρωση μαζί και δυσφορία.
Μη μου λες ότι θα έρθουν καλύτερες ημέρες. Δεν αντέχω τα λόγια του μυαλού αυτές τις ώρες.
Μόνο στάσου δίπλα μου και άκου την καρδιά μου.
Βουβός ο πόνος, γνώριμος.
Ξέρεις πώς είναι να σε επισκέφτεται μετά από τόσο χρόνο;
Να σε βρίσκει απροετοίμαστο, ξανά να σε ρωτάει;
Εκείνο το… πάλι εδώ;