Γράφει η Θεανώ Διολή
Νύχτα, τα φώτα σβήνουν, οι ήχοι σιωπούν.
Σκοτάδι, ησυχία και εσύ μόνη.
Μπορείς επιτέλους να βγάλεις αυτή τη βαριά στολή της δυνατής γυναίκας και να φορέσεις πάλι την ανθρώπινη υπόστασή σου.
Μπορείς να πετάξεις τη μάσκα που φοράς στα μάτια σου και να δεις τους μαύρους κύκλους απ΄ την κούραση σου.
Μπορείς να ξεβάψεις το κόκκινο κραγιόν από το στόμα σου και να αγγίξεις τα ξεφλουδισμένα χείλη που δάγκωνες από την αγωνία όλη μέρα.
Μπορείς να αφαιρέσεις το μακιγιάζ απ΄ το πρόσωπό σου και να χαϊδέψεις τις ρυτίδες από τους μορφασμούς της έντασης που δε σε άφησε λεπτό σε ησυχία σήμερα.
Μπορείς να διώξεις πια εκείνα τα σκληρά τα γάντια που στένευαν τα δάχτυλα σου τόσο πολύ και ν’ αγγίξεις το απαλό δέρμα στις παλάμες των ταλαιπωρημένων σου χεριών.
Μπορείς να βγάλεις το παντελόνι, το πουκάμισο, τη μπέρτα, τα εσώρουχά σου, να μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη και να κοιτάξεις άφοβα μέσα του όλες τις καμπύλες στο κορμί σου και όλες τις αυλακώσεις στην ψυχή σου.
Αναρωτιέσαι, θα μπορέσει άραγε ποτέ κανείς να καταλάβει τις πληγές και τα σημάδια που κρύβεις μέσα σου;
Θα μπορέσει άραγε ποτέ κανείς να αντιληφθεί τους καταρράκτες των δακρύων που κρύβονται πίσω από τα φωτεινά σου μάτια;
Θα μπορέσει άραγε ποτέ κανείς να πάρει μια γεύση από τη πίκρα που κρύβει το μεγάλο σου γλυκό χαμόγελο;
(θα μπορέσει άραγε ποτέ κανείς να δει τη δίψα για έρωτα που κρύβουν μέσα τους τα υγρά λαγούμια στο όμορφο κορμί σου;)
Αναρωτιέσαι, θα επιτρέψεις εσύ μια δυνατή γυναίκα να μπορέσει κάποιος να «σε δει»;
Αναρωτιέσαι.
Σκοτάδι, ησυχία, κλωτσάς με δύναμη μακριά σου όλα τα ρούχα από τη βαριά στολή σου, ξαπλώνεις παραδομένη και γυμνή στο κρεβάτι, τα μάτια σου υγρά, τα παγωμένα άκρα σου σαλεύουν στο σεντόνι γυρεύοντας μάταια ένα κορμί να τα ζεστάνει.
Νύχτα, τα φώτα έχουν σβήσει, οι ήχοι έχουν σιωπήσει.
Σκοτάδι, ησυχία και εσύ μόνη.
Αναρωτιέσαι, εσύ μια δυνατή γυναίκα ξενυχτάς μόνη, γυμνή κι αναρωτιέσαι.