Ημερολόγιο Καλοκαιριού (Μέρος 2ο)
Γράφει ο Nickolas M.
Ημερολόγιο Καλοκαιριού (Μέρος 1ο)
Νέα Στύρα, Εύβοια, 12 Ιουνίου
Η τσιμεντένια εξέδρα είναι γεμάτη κόσμο. Οι ντόπιοι την αποκαλούν με περηφάνια «μώλο». Φυσικά κάθε φορά γελάω που το ακούω και κάθε φορά με βρίζουν όλοι εν χορώ. Στην τελική είναι ό,τι κοντινότερο έχουν σε κάτι τέτοιο, αφού η κίνηση που έχει το μικρό λιμανάκι κάθε χρόνο τέτοια εποχή δεν επιτρέπει και πολλές παρεμβάσεις για οτιδήποτε άλλο. Τουλάχιστον βρήκαν ένα μέρος για τη βόλτα τους.
Έχουν κρατήσει και μια γωνιά για μουσικούς του δρόμου. Φέτος είναι η σειρά του Νικόλα και της Ιωάννας, θα μείνουν όλο το καλοκαίρι σχεδόν κι υπολογίζουν με τα χρήματα που θα βγάλουν να νοικιάσουν ένα σπίτι και να μείνουν μαζί, κόντρα στον πόλεμο που τους κάνουν οι οικογένειές τους. Η Ιωάννα είναι η «λαίδη» της ιστορίας κι ο Νικόλας φυσικά ο «αλήτης». Οι θείοι μου έχουν μεγάλα όνειρα για αυτήν, αλλά η ίδια λαχταράει να τραγουδάει κι ο Νικόλας την συνοδεύει με την κιθάρα κάθε σούρουπο. Τους απολαμβάνω από την αυλή του σπιτιού, όσο με αφήνει βέβαια η γκρίνια της θείας μου.
– Πες της κι εσύ κάτι, εσένα σε ακούει, σαν αδερφό της σε έχει, είναι τώρα χαΐρια αυτά, να κάνει την τραγουδιάρα μαζί με τον χίπη;; Μαθήτρια του 20 ήταν, με την πρώτη μπήκε παιδαγωγικό, ας διοριστεί τουλάχιστον κάπου πρώτα και μετά ας κάνει ό,τι θέλει.
– Ρε θεία, αμαρτία για τα κεφτεδάκια σου να τα πικρίζεις με την γκρίνια σου, δυο χρόνια πάει αυτή η ιστορία, πότε θα το πάρεις απόφαση, τον αγαπάει.
– ΠΟΤΕ!
– Ίδια η μάνα μου.
– Ε απ’ την ίδια κοιλιά βγήκαμε. Να χαρείς παιδάκι μου, πες της κάτι κι από μένα ό,τι θες.
– Για αρχή μια παγωμένη μπύρα καλή θα ’τανε.
Με κοιτάει με μισό μάτι αλλά μου τη φέρνει. Ανταλλάσσει ένα βλέμμα γεμάτο αποδοκιμασία με την Ιωάννα που έρχεται για διάλειμμα, η οποία φυσικά της το επιστρέφει.
– Ανιψιέ, όπως είπαμε.
– Ναι, ναι.
Ξαναμπαίνει μουρμουρίζοντας στην κουζίνα. Κοιτιόμαστε με την Ιωάννα και βάζουμε τα γέλια.
– Στα ζάλισε;
– Κανονικά, αλλά δε μασάω. Ούτε εσύ να μασάς.
– Ε τί, δε θα με δασκαλέψεις;
– Έλα ρε Ιωάννα, λες κι εγώ είμαι κανά πρότυπο.
– Ε πώς, για τη μάνα μου είσαι.
– Θα’ λεγα…Όλα καλά;
– Εγώ μια χαρά. Εσένα δε σε βλέπω..
– Φαίνεται ε;
– Από χιλιόμετρα. Τί έγινε; Πάπαλα;
Πίνω μονορούφι τη μισή μπύρα, το σηκώνει κι η ζέστη άλλωστε.
– Ε ρε νταλγκάδες. Τεσπά, τί θα κάνεις τώρα;
– Θες να με διώξεις;
– Εγώ; Αφού βολεύτηκες στο αποθηκάκι, κάτσε κι όλο το καλοκαίρι! Σίγουρα δε θες το δωμάτιο μου;
– Όχι, δεν πειράζει, αλλιώς θα έχω κι ολονυχτία μίρλας!
– Σωστό κι αυτό.
– Έχω διάφορα στο μυαλό μου. Για αρχή διακοπάρω.
– Ναι σε βλέπω, μες στην τρελή χαρά είσαι.
– Θα ξανάρθει κι αυτή. Κάποια στιγμή.
– Να σου πω, μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή, δεν έρχεσαι να βοηθήσεις λίγο; Θα με πιάσουν τα λαιμά μου.
– Εγώ δεν παίζω αυτά τα κουλτουριάρικα τα δικά σας. Άμα…βοηθήσω όπως λες θα το κάνουμε πανηγύρι.
– Η καλύτερη τους! Θα βγάλουμε και παραπάνω χαρτζιλίκι.
– Το κρίμα στο λαιμό σου τότε! Για πάμε.
Ανεβαίνω στον (άντε ας τον πούμε) μώλο και κάθομαι δίπλα στον Νικόλα.
– Άντε επιτέλους! Θα μας κάνεις την τιμή;
– Κυριολεκτικά όμως! ΜΙ ουσάκ, παρακαλώ!
– Ωχ κατάλαβα, σκυλοκατάσταση θα το κάνουμε!
– Α δεν ξέρω, εδώ η ξαδέρφη μου θέλει λέει να συγκατοικήσετε τον χειμώνα. Με αυτά τα χίπικα, όμως, δε σε βλέπω.
– Τουλάχιστον να κρατήσουμε ένα επίπεδο.
– Δεν υπόσχομαι, αλλά θα προσπαθήσω!
Παίρνω το μικρόφωνο και κοιτάζω ευθεία μπροστά, χωρίς να βλέπω τον κόσμο.
«γιατί είχα χέρια καθαρά και μια καρδιά μεγάλη…»