Δεν προλαβαίνεις τα παιδιά πριν μεγαλώσουν..
Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Βραδάκι Σαββάτου…
Τα παιδιά ετοιμάζονται να φύγουν για την καθιερωμένη τους βόλτα και στο σπίτι επικρατεί ένα χάος. Πόρτες που ανοιγοκλείνουν, πράγματα που μυστηριωδώς έχουν χαθεί αλλά τα χρειάζονται τώρα, τηλέφωνα που χτυπάνε συνεχώς, φωνές, γέλια και η μουσική στη διαπασών. Μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και δυο ψιλόλιγνες φιγούρες περνούν από μπροστά σου. Ένα βιαστικό «Γεια σου, μαμά!» και η πόρτα κλείνει με θόρυβο πίσω τους πριν καλά καλά προλάβεις να πεις το καθιερωμένο «Να προσέχετε! Μην αργήσετε!».
Και ξαφνικά ησυχία…
Το σπίτι αδειάζει κι εσύ κοιτάς την πόρτα και συνειδητοποιείς ότι αυτό το παλικάρι κι εκείνη η κοπέλα που μόλις έφυγαν είναι τα παιδιά σου. Τα παιδιά σου, που μέχρι χθες τα κράταγες απ’ το χέρι και τους έλεγες παραμύθια για δράκους και πριγκίπισσες και μαγεμένα κάστρα. Τα παιδιά σου, που έτρεχαν στην αγκαλιά σου συνεχώς κι εσύ τους χάιδευες τα μαλλιά και καθησύχαζες τους φόβους τους. Τα παιδιά σου, που σου ζωγράφιζαν ήλιους και θάλασσες και γέμιζες με ζωγραφιές τους τοίχους του δωματίου σου.
Μόνο που τώρα καταλαβαίνεις ότι μεγάλωσαν. Και φεύγουν χωρίς δισταγμό από την αγκαλιά σου και τρέχουν βιαστικά να συναντήσουν τη ζωή.
Είναι καιρός που βλέπεις τα σημάδια ανεξαρτητοποίησής τους. Τις συνήθειες που αλλάζουν, τη συμπεριφορά που είναι διαφορετική, την ανάγκη τους να βάλουν μια απόσταση ανάμεσά σας και να απομονώνονται στο δικό τους χώρο.
Και κάθε φορά που εισχωρείς σε κοιτάνε κι εσύ νιώθεις ότι ενοχλείς. Κι όταν προσπαθείς να τ’ αγκαλιάσεις και να τα φιλήσεις γελάνε και σου λένε «Έλα, ρε μαμά, άσε αυτά τα μαμαδίστικα, δεν είμαστε μωρά!».
Κι όμως, για σένα είναι ακόμα τα μωρά σου. Κι ας έχουν μεγαλώσει. Κι ας σ’ έχουν ξεπεράσει προ πολλού στο ύψος. Τα βλέπεις να φεύγουν ανυπόμονα να γνωρίσουν τον κόσμο κι εσύ φοβάσαι. Γιατί ο κόσμος αυτός σε τρομάζει. Γιατί στο μυαλό σου τριγυρνούν όλοι οι κίνδυνοι που παραμονεύουν και νιώθεις την ανάγκη να τα κρατήσεις κοντά σου και να τα προστατεύεις. Μα δε μπορείς…
Μπορείς μονάχα να τα συμβουλεύεις. Να τα μεγαλώσεις έτσι ώστε να γίνουν αυτόνομοι και ανεξάρτητοι άνθρωποι, και να τους μεταδώσεις αξίες και ιδανικά που θα τα θωρακίσουν και θα τα μάθουν να κρίνουν και να αποφασίζουν σωστά. Μπορείς μονάχα να τα αγαπάς και να τα σέβεσαι, να ακούς προσεκτικά όσα σου λένε και να αφουγκράζεσαι όσα δεν τολμούν να σου πουν.
Δε μπορείς να τα εμποδίσεις να κάνουν λάθη. Γιατί απ’ τα λάθη τους θα μάθουν. Μπορείς όμως να είσαι δίπλα τους στα λάθη τους, όχι για να κατακρίνεις αλλά για να βοηθήσεις.
Δε μπορείς να κάνεις τίποτα για να μην απογοητευθούν, να μην πληγωθούν. Μονάχα να τους μάθεις πως κι αυτό μέσα στο παιχνίδι είναι. Και να είσαι εσύ το δίχτυ ασφαλείας που χρειάζονται, έτσι ώστε όταν πέσουν να μην πονέσουν πολύ.
Μίλησέ τους για τη ζωή, για τον κόσμο, για τις σχέσεις, για τους κινδύνους. Προετοίμασέ τα για τις δυσκολίες που θα συναντήσουν και μάθε τους να έχουν δύναμη στα ζόρια. Μα μην ξεχάσεις να τους πεις και για τα όμορφα που θα ζήσουν, για τις εμπειρίες που περιμένουν, για τους ανθρώπους που θα γεμίσουν τη ζωή τους, για το μέλλον που ανοίγεται μπροστά τους.
Και όταν θα έρθει η στιγμή, να τα αφήσεις να φύγουν, ν’ ακολουθήσουν τη δικιά τους διαδρομή, να κυνηγήσουν τα δικά τους όνειρα. Και μη φοβάσαι, ξέρεις ότι έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες για να είναι ευτυχισμένα ακόμα κι όταν φύγουν μακριά σου. Η ζωή τα περιμένει, τους χαμογελά και τους κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα. Η ζωή τους, που μόλις αρχίζει…