Εκείνοι οι λίγοι και σπάνιοι, με την ελεύθερη ψυχή και τα καθαρά μάτια!
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Εγώ λοιπόν, θα σου μιλήσω για εκείνους τους λίγους, τους σπάνιους και μοναδικούς, με τις ελεύθερες ψυχές και τα καθαρά μάτια.
Εκείνους τους λίγους, που τα μάτια τους είδαν πολλά κι η ψυχή τους έγινε πολλές φορές κομμάτια, μα είχαν μέσα τους τη μαγκιά και τη δύναμη να τα μαζέψουν ένα ένα και να αρχίσουν από την αρχή.
Για κόλλα όμως δεν χρησιμοποίησαν ούτε απωθημένα, ούτε κακία, ούτε ζήλια.
Για κόλλα έβαλαν τα θραύσματα από κάθε φορά που κάποιος «μικρός» πέρναγε, έσπαγε κι έφευγε.
Και ξέρεις γιατί έσπαγε;
Γιατί δεν μπορούσε να την καταλάβει.
Δεν γινόταν να αποδεχτεί την αλήθεια της.
Δεν γινόταν να αποδεχτεί πως αυτή η ψυχή, δεν είχε έρθει για να κάνει κακό. Δεν είχε έρθει για να βλάψει, να καταστρέψει.
Είχε έρθει να αγαπήσει. Ούτε καν να αγαπηθεί.
Κι όταν πια δεν της άφηνε τίποτα να αγαπήσει, έφευγε.
Κι επειδή εκείνος ήταν λίγος, μικρός κι ανόητος και δεν κατάφερε ποτέ να την καταλάβει, την χτύπαγες με τα ίδια της τα όπλα.
Με την αγάπη της την ίδια. Κι εκείνη έσπαγε, κομματιαζόταν.
Κι όταν πια δεν είχε κάτι άλλο να σπάσει κι έφευγε, εκείνη αναγεννιόταν κι εκείνος γινόταν ακόμα πιο τοσοδούλης.
Δεν κατάλαβε βλέπεις ποτέ πως η ψυχή της, ήταν αέρας που δεν μπορούσες να τον χωρέσεις στο καλούπι σου.
Δεν κατάλαβε ποτέ πως η ελευθερία της ήταν αδιαπραγμάτευτη, γι’αυτό και θεωρούσε δεδομένη και τη δική σου την ελευθερία.
Αναζητούσε ζεστασιά και της αρκούσαν πάντα τα λίγα, τα απλά, τα ήρεμα.
Ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια αλήθεια.
Η πολλή βουή την ενοχλούσε και οι πολλοί την καταπίεζαν.
Με τα «πρέπει» και τα «περίπου» δεν συστήθηκε ποτέ.
Έκανε ότι ήθελε, όπως το ήθελε, όταν το ήθελε και το έκανε πολύ!
Δεν είχε όριο! Όταν έμπαινε στο παιχνίδι, θα έπαιζε μέχρι τελικής πτώσης.
Δικής σου.
Εκείνη δεν έχανε ποτέ.
Γιατί ακόμα κι όταν έχανε, σε είχε κερδίσει.
Σε είχε κερδίσει γιατί είχε μείνει ελεύθερη και ανυπότακτη.
Ανυποχώρητη σε εκείνα που πίστευε και πάντα ονειροπόλα.
Κι εσύ δεν κατάλαβες ποτέ πως δεν σε αναζητούσε για λιμάνι και η Ιθάκη της έπεφτε πολύ κοντά.
Δεν της άρεσε ούτε το άραγμα, ούτε να ρίχνει κάπου άγκυρα. Δεν έψαχνε τους ανθρώπους για δικλείδα ασφαλείας της, δεν τους ήθελε για να βολευτεί.
Και σε εκείνος, ήθελε μόνο να του μάθει την ζωή από την αρχή.
Μια άλλη ζωή, που δεν την υποψιάστηκε καν.
Όχι ροζ, όχι εύκολη, όχι ανέφελη και ξέγνοιαστη.
Μια ζωή αληθινή.
Αληθινή σαν το γέλιο της και βαθιά σαν το κλάμα της.
Γιατί και τα δύο έβγαιναν από μέσα της απροσποίητα και δεν ντράπηκε ποτέ γι’ αυτά.
Δεν τα έκρυψε, δεν τα «ζύγισε», δεν τα μέτρησε πριν τα δώσει.
Άλλωστε ότι είχε να δώσει το έδινε απλόχερα χωρίς να περιμένει ποτέ τα «ανάλογα» για ανταμοιβή.
Έδινε γρήγορα, αγάπαγε πολύ, έτρεχε να προλάβει το χρόνο και δεν κοίταζε ποτέ πίσω.
Δεν χώραγε σε καμία αγιογραφία! Κι όταν της έλεγαν «πόσο καλή είσαι», τους κοίταγε, τους χαμογελούσε και του έλεγε την αλήθεια της.
«Είμαι, ότι επιλέξω. Είσαι, ότι μπορείς»
Είχε μέσα της και το καλό και το κακό κι ότι της ξύπναγες, με αυτό θα έπρεπε να πορευτείς, με δικιά σου ευθύνη!
Μόνο την εκδίκηση δεν είχε στο αίμα της. Την θεωρούσε χαμένο χρόνο.
Όταν αποφάσιζε να φύγει, έπαυες να υπάρχεις, έπαυες να την απασχολείς, δεν χώραγες πια στην καθημερινότητά της κι έτσι σε ελευθέρωνε ακόμα κι από την παρουσία της.
Σε έκλεινε σε ένα από τα σπασμένα της κομμάτια και τράβαγε παρακάτω.
Πάντα ελεύθερη, πάντα ανυπότακτή, πάντα ακατανόητη για τους πολλούς..
Πάντα με ελεύθερη ψυχή και μάτια καθαρά!