Εκείνη ήθελε το για πάντα, εκείνος το περίπου. Εκείνοι, βρήκαν το μαζί!
Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Το τζάκι είναι αναμμένο κι εκείνη με μάτια που λάμπουν από τη ζέστη και το κρασί το κοιτάει εξαντλημένη. Βλέπει τις φλόγες να αγκαλιάζουν τα ξύλα στοργικά με μία αγάπη που τα ζητάει όλα. Όλα ή τίποτα. Τις κοιτάει και ψάχνει να βρει που το χάσανε οι δυο τους, που στράβωσε ο δρόμος τους. Τα μάγουλά της καίνε αλλά δεν ξέρει από τι.
Είναι από τη φωτιά που αγγίζει στοργικά το πρόσωπό της ή μήπως είναι από τις αναμνήσεις της οι οποίες ήρθαν πάλι στο μυαλό της για να ταράξουν το βράδυ της;
Περνάνε από το μυαλό της όλες οι μικρές και σύντομες συναντήσεις τους. Στα κρυφά, στα σκοτεινά, στα κλεφτά, στα πολύ γρήγορα. Σκέφτεται πως όλα κρατούσαν λίγο. Όλα ήταν σύντομα. Τίποτα δεν είχε διάρκεια. Τίποτα; Όχι, υπήρχε κάτι ανάμεσα τους που είχε διάρκεια. Το φιλί τους και η αγκαλιά τους. Όταν αγκαλιάζονταν οι δυο τους ξεχνούσαν να αφήσουν ο ένας τον άλλον. Οι ανάσες τους γίνονταν ένα, τα σώματά τους ενώνονταν και οι καρδιές τους χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό.
Το φιλί τους βαθύ και ειλικρινές, από εκείνα που σου δίνουν να καταλάβεις όσα το στόμα με λέξεις δεν μπορεί να πει. Γλυκό μα συνάμα βίαιο και ερωτικό. Μία μάχη ανάμεσα σε μυαλό και καρδιά. Εκείνη ήταν πάντοτε η καρδιά και εκείνος το μυαλό. Πάλευαν για να δουν ποιος θα κυριαρχήσει και κανείς δεν κυριαρχούσε και το φιλί διαρκούσε τόσο όσο να μην μπορούν πλέον να ανασάνουν.
Κάτι υπήρχε μεταξύ τους. Εκείνη πίστευε πως ήταν έρωτας. Εκείνος, εκείνος ακόμα το ψάχνει.
Εκείνη πίστευε πως μπορεί να υπάρξει συνέχεια στην ιστορία τους. Εκείνος την είδες εξαρχής καταδικασμένη. Εκείνη τον ήθελε στα πάντα, για πάντα. Εκείνος την ήθελε, περίπου.
Όλες τους οι μικρές και μεγάλες διαφορές δεν τους άφηναν να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλον. Χάνονταν. Δεν μιλούσαν, κοιταζόντουσαν και άλλαζαν δρόμο και πάντα στο τέλος κατέληγαν αγκαλιά σε κάποιο αυτοκίνητο, στην παραλία, σε κάποια καφετέρια. Πάντα κάτι τους ένωνε. Και ήταν πάντα το ίδιο που τους χώριζε.
Δεν μπορούσαν να ελέγξουν τους εαυτούς τους όταν βρίσκονταν μαζί. Κάτι τους οδηγούσε στα άκρα. Με δεμένα μάτια και δεμένα χέρια έπεφταν από τον γκρεμό και ήλπιζαν πως κάτι θα τους σώσει. Επιβίωναν από την πίστη που είχαν ο ένας στον άλλον. Κανείς δεν μίλησε ποτέ.
Εκείνη δεν τόλμησε ποτέ να του πει πως τον εμπιστεύεται. Και εκείνος δεν κατάφερε ποτέ να της πει πως ξέρει ότι θα είναι πάντα δίπλα του. Με κάποιο τρόπο όμως και οι δύο ήξεραν. Βαθιά μέσα τους γνώριζαν πως δεν βρεθήκανε τυχαία οι δυο τους. Πως η μοίρα δεν έριξε και πάλι απλά τα χαρτιά της. Ήξεραν πως η ιστορία τους θα είχε συνέχεια. Μία ατέρμονη, κουραστική, έντονη αλλά συνάμα τόσο μαγική συνέχεια.
Καθισμένη στο χαλί μπροστά στο τζάκι βάζει το τελευταίο ποτήρι κρασί και ανάβει το τσιγάρο της. Σκέφτεται πόσα θα έπρεπε να του πει. Πόσα του είπε και πήγαν στον βρόντο και πόσα θα ήθελε για μια φορά να ακούσει από εκείνον. Κλείνει τα μάτια και τον φαντάζεται δίπλα της, να της κρατάει το χέρι και να την χαϊδεύει γλυκά. Τον νιώθει να της φιλάει απαλά το μάγουλο και ασυναίσθητα γέρνει το κεφάλι της να ακουμπήσει στον ώμο του. Τελευταία στιγμή όμως ανοίγει τα μάτια της και θυμάται πως κανείς δεν βρίσκεται δίπλα της, εκείνος είναι έξω, ίσως με την παρέα του και το πιο πιθανό είναι να μην την σκέφτεται καν.
Και όμως εκείνη σκορπάει τα δάκρυα της και σκέφτεται ανάμεσα στην τζούρα από το τσιγάρο και στην τελευταία γουλιά από το κρασί της πως θα ήταν αν εκείνος βρισκόταν εκείνη την στιγμή δίπλα της.Πόσα πράγματα θα ήταν αλλιώς αν δεν γίνονταν όλα τόσο γρήγορα και βιαστικά. Αν είχαν τον χρόνο να δουν τα πράγματα αλλιώς. Πως εκείνη θα ήταν αλλιώς αν εκείνος μπορούσε να μιλήσει.
Η ιστορία τους σταματάει και αρχίζει πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ένα βλέμμα αρκεί. Ένα μόνο βλέμμα, για να καταλάβουν και οι δύο πως ήρθε η ώρα να ρίξουν αυλαία. Ένα μόνο βλέμμα, για να δώσει ο ένας στον άλλο την συγκατάθεση του για μια αγκαλιά τόσο σφιχτή ούτως ώστε όλα στα σπασμένα τους κομμάτια να ενωθούν.
Μια αγκαλιά που τους φέρνει τόσο κοντά και ας τους χωρίζουν τόσα. Μια αγκαλιά αρκεί για να καταλάβουν πως ο ένας ανήκει στα χέρια του άλλου. Πως κανείς δεν μπορεί να κουμπώσει καλύτερα σε άλλη αγκαλιά.
Η φωτιά από το τζάκι έχει σχεδόν σβήσει μα εκείνη δεν λέει να φύγει από εκεί. Έχει τυλιχτεί με την κουβέρτα και προσπαθεί να συγκρατήσει τις σκέψεις της. Να σταματήσει τα δάκρυα της να κυλάνε ακατάπαυστα στα μάγουλά της.
Κλείνει τα μάτια και προσπαθεί με κάθε τρόπο να πείσει τον εαυτό της πως εκείνος θα γυρίσει. Θα γυρίσει και θα την κλείσει στην αγκαλιά του. Και δεν θα την ξαναφήσει να φύγει. Ποτέ. Θα την αφήσει να εισπνέει το άρωμά του, που τόσο λατρεύει και εκείνος θα της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά μέχρι να την πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά του.
Ανοίγει τα μάτια της και εκείνος στέκεται δίπλα της. Χαμογελαστός με ανοιχτά τα χέρια του περιμένοντας εκείνη να χωθεί στην αγκαλιά του.