Τώρα πια, είναι η ώρα που επέλεξες. Η “πολύ αργά” για να μ’αγγίξεις.
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι που σου διάβαζα το Μικρό Πρίγκιπα;
Σου διάβαζα σαν να ήσουν ένα μικρό παιδί και σου μίλαγα για την αγάπη που μπορεί κι εξημερώνει, γαληνεύει.
Δεν σκέφτηκα τότε να σου πω για την αγάπη που πονάει. Για την αγάπη που έρχεται και χαράζει εκείνη την ψυχή που εξημέρωσες.
Και μην γελιέσαι, το αγρίμι, ήμουν πάντα εγώ. Ο αέρας, ήμουν πάντα εγώ. Μπορεί να σου έδινα τα προβλέψιμα, μα κράταγα τα σκοτάδια για μένα. Πάλευα μαζί τους, έδινα μάχες μαζί τους. Κι όταν τα έκανα φως, στα έδινα να τα κάνεις φυλαχτό και να πορεύεσαι.
Και κάπου εκεί, σκοτώνοντας δράκους στα σκοτάδια, φτιάχνοντας φως για να περπατάς στο δρόμο σου, εξημερώθηκα κι εγώ. Γαλήνεψα πρώτη εγώ για να σε γαληνεύω.
Πίστεψα πρώτη εγώ για να σε κάνω να πιστέψεις. Πίστεψα για λίγο το παραμύθι της αγάπης. Εκείνο το μύθο που λέμε στα μικρά παιδιά λίγο πριν αποκοιμηθούν.
Μα μάτια μου, παιδί δεν ήμουν από καιρό και δεν θυμάμαι κι αν υπήρξα.
Και τώρα που αποφάσισες να παίξεις με την εξημερωμένη μου ψυχή είδες πως δεν υπάρχει.
Έφυγε, πέταξε, πάνε μέρες τώρα.
Κι αν εσύ βλέπεις το σώμα εδώ να περιφέρεται, να χαμογελά, να φωτογραφίζεται, να κάνει όλα εκείνα τα σωστά και τα απαραίτητα, όλα εκείνα τα προβλέψιμα από την ζωή, μην γελιέσαι. Έχει φύγει από καιρό.
Κι επειδή η αγάπη της δεν είχε ποτέ μέτρο, όριο, σταθμά και στάθμες, επειδή η αγάπη της ήταν πάντα ολοκληρωτική και μη μετρήσιμη κι εσύ πολύ προβλέψιμος για να την αντιμετωπίσεις, σου χάρισε ότι ακριβώς ζητούσες, την ελευθερία σου, με ένα και μόνο τίμημα.
Τώρα πια, δεν υπήρχε τρόπος να αγγίξεις την ανυπότακτη ψυχή της. Τώρα πια, δεν μπορούσες να την εξημερώσεις ξανά. Τώρα πια δεν μπορούσες να την φέρεις πίσω. Τώρα πια, θα ζούσε με τους δικούς της κανόνες. Τώρα πια, θα σου μάθαινε τι θα πει αληθινή αγάπη. Τώρα πια, θα σου μάθαινε πως στην δική της ηθική, μπορούσε να κομματιαστεί αλλά ποτέ να σε κομματιάσει. Τώρα πια, ήταν η ώρα που επέλεξες. Η ώρα, “πολύ αργά”.