Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη!
Τι και αν δεν είμαι πια μικρός;
Τι και αν έχω περάσει τα 40;
Ποιος σου είπε ότι το παιδί που έχω κρυμένο μέσα μου έχει πάψει να σε περιμένει;
Χρόνια σε περιμένω!
Για την ακρίβεια, δεν έπαψα ποτέ να σε περιμένω.
Ποτέ δεν έπαψα κάθε πρωί πρωτοχρονιάς, με την άκρη του ματιού μου να κοιτάζω κλεφτά κάτω από το δέντρο, μήπως έχεις κάτι για μένα. Μήπως με θυμήθηκες, μήπως άκουσες τις κρυφές προσευχές μου.
Ναι! Αλήθεια σου λέω!
Επειδή με έχεις ξεχάσει εδώ και πολλά χρόνια και αυτός είναι λόγος θύμου, φέτος αποφάσισα να σου γράψω ένα γράμμα.
Όχι σαν εκείνα που σου έστελνα παλιά, φέτος θα είμαι λίγο αλλιώτικος, πιο απαιτητικός.
Μην φοβάσαι!
Δεν θα σε βάλω σε έξοδα. Δεν θα σου ζητήσω κάποιο super smartphone, ούτε κανένα πανάκριβο sport αυτοκίνητο. Δεν χρειάζομαι τίποτα τέτοιο.
Κάτω από το δέντρο των Χριστουγέννων, θέλω επιτέλους να αφήσεις ένα κουτί και για μένα. Φέτος θέλω το κουτί μου, το δώρο μου!
Άκου λοιπόν κάλε μου Άγιε Βασίλη τι σου ζητώ…
Θέλω να ξυπνήσω το πρωί, να τρέξω, να σκίσω το χαρτί, να το ανοίξω και η καρδιά μου να κοντεύει να σπάσει από λαχτάρα, όπως τότε, παλιά.
Να βάλω το χέρι μου μέσα, να πάρω πρώτα ένα γέλιο και να μου το φορέσω. Να με στολίσω! Ένα γέλιο σαν εκείνο που φορούσα όταν ήμουνα μικρός, που με έκανε να ξεκαρδίζομαι με κάθε τι χαζό και ασήμαντο. Μπορεί να μην ήταν τόσο γοητευτικό εκείνο το γέλιο, γιατί μου έλειπαν μερικά δοντάκια μπροστά, όμως το έχω τόσο πολύ ανάγκη. Το χρειάζομαι, μου λείπει και το θέλω πίσω!
Και αγάπη θέλω να βρω στο κουτί μου. Πολύ όμως και αληθινή! Σαν αυτή που έδινα και έπαιρνα τότε, την χωρίς ανταλλάγματα, την ατόφια, την ολόκληρη, την απόλυτη! Που το κόστος της ήταν μηδέν, αλλά η αξία της ήταν ανεκτίμητη.
Θέλω ακόμη, εκεί μέσα να μου έχεις την παιδική μου αθωότητα. Αυτή που έχω χάσει μεγαλώνοντας. Αυτή που με έκανε να πιστεύω στα παραμύθια και στην μαγεία. Που με έκανε να γουρλώνω τα μάτια μου από ενθουσιασμό και έκπληξη.
Θέλω να βρω εκεί μέσα την παιδική μου αφέλεια. Που με έκανε να πιστεύω ότι μου έλεγαν οι άνθρωποι που ήταν γύρω μου. Έχω τόσο πολύ ανάγκη να πιστέψω στους ανθρώπους! Να πάψω να τους κοιτώ καχύποπτα, να πάψω να τους φοβάμαι. Να τους εμπιστευτώ ξανά.
Θέλω να μου βάλεις και μια αγκαλιά. Από τις καλές όμως! Ξέρεις ποιες λέω, εκείνες τις σφιχτές, τις τεράστιες, εκείνες που έμοιαζαν με λιμάνια, με φωλιές. Σαν εκείνες που μου έδιναν η μαμά, ο μπαμπάς, η γιαγιά, ο παππούς και σταματούσαν κάθε πόνο και φόβο της παιδικής μου ψυχής. Με την μια, μαγικά! Ποτέ μου δεν μπόρεσα να βρω μια τέτοια αγκαλιά από τότε.
Φέτος, θέλω να μου έχεις και τους φίλους μου εκεί μέσα. Τους παλιούς, τους χαμένους. Να βγούμε έξω στην αλάνα να παίξουμε ποδόσφαιρο. Να κυλιστώ στα χώματα, να λερωθώ, να πέσω κάτω, να χτυπήσω τα γόνατα μου, να τα δω να ματώνουν και να μην με νοιάζει καθόλου. Εκείνες οι πληγές δεν πονούσαν πολύ και περνούσαν αμέσως. Λίγο βαμβάκι με ιώδιο, ήταν αρκετό.
Φέτος Άγιε Βασίλη μου, θέλω έστω για λίγο, να βρω εκεί μέσα όλους εκείνους τους αγαπημένους μου που έχω χάσει. Τους λατρεμένους μου! Αυτούς που κάνανε τα Χριστούγεννα μου πιο όμορφα, πιο χρωματιστά. Που η θέση τους, στο γιορτινό τραπέζι και στην καρδία μου είναι βασανιστικά άδεια.
Αυτούς, που ειδικά τέτοιες ημέρες η απουσία τους με γεμίζει θλίψη. Να τους αγγίξω, να τους πάρω μια αγκαλιά και αν τους πω πόσο πολύ μου λείπουν, να τους πω όσα ήθελα και δεν πρόλαβα να τους πω.
Αυτά σου ζητώ.
Σε παρακαλώ!
Μην με ξεχάσεις πάλι φέτος.
Εγώ, για ακόμη μια φορά θα σε περιμένω.
Με αγάπη!
( Βάλτε ένα όνομα )