Γράφει η Θεανώ Διολή
Άνοιξε αργά και βαριεστημένα τα μάτια της. Δεν ήθελε να σηκωθεί με τίποτα από το ζεστό τους κρεβάτι. Στριφογύρισε μια, στριφογύρισε δυο, τυλίχτηκε στην αγκαλιά του και άρχισε να γουργουρίζει μέσα της σα γάτα. Αυτός την έσφιξε δυνατά πάνω του και της έδωσε ένα ζουμερό φιλί, αυτή έγλειψε τα χείλη της και άρχισε να κατεβαίνει κάθετα στο σώμα του για να του δώσει ένα ακόμη ξεχωριστό πρωινό ξύπνημα! Καθώς όμως κατέβαινε το βλέμμα της έπεσε στο ρολόι, άρχισε τότε πανικόβλητη να πετάει τα σκεπάσματα και να του φωνάζει «σήκω, σήκω αγάπη μου, σήκω γρήγορα, παραμονή Χριστουγέννων σήμερα και πρέπει να πάμε να ψωνίσουμε τα δώρα, κοίτα μας πήρε ο ύπνος και δεν θα προλάβουμε, σήκω μωρό μου σου λέω!».
Έτρεξε στο μπάνιο, έκανε το πιο γρήγορο ντους που είχε κάνει ποτέ στη ζωή της, φόρεσε το τζίν, το μάλλινο πουλόβερ της, τις ψηλές της μπότες, άρπαξε την τσάντα της και μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο.
Στο εμπορικό κέντρο γινόταν πραγματικά χαμός. Γονείς με παιδιά, παππούδες και γιαγιάδες με εγγόνια, πιτσιρικάδες και πιτσιρίκες, ζευγαράκια, άγιοι Βασίληδες, ξωτικά, οι πάντες! Στα ασανσέρ το αδιαχώρητο και στις κυλιόμενες σκάλες δεν χωρούσε ούτε καρφίτσα να πέσει! Έπρεπε όμως με κάποιον τρόπο να ανέβουν στον τελευταίο όροφο του εμπορικού γιατί εκεί ήταν το κατάστημα που είχε εκείνο το υπέροχο μαύρο δερμάτινο μπουφάν που ήθελε να του πάρει δώρο. Με την άκρη του ματιού της είδε ότι υπήρχε μια κυλιόμενη σκάλα που ήταν άδεια. «Τι περίεργο» σκέφτηκε, «μια άδεια σκάλα, μα δεν την έχει δει κανείς;». Βέβαια σε εκείνη τη φάση λίγο την ένοιαζε γιατί ήταν άδεια η σκάλα και γιατί δεν την είχε δει κανείς. Τον τράβηξε γρήγορα από το χέρι και άρχισαν και οι δυο να την ανεβαίνουν βιαστικά.
Ανέβαιναν, ανέβαιναν, ξαφνικά η σκάλα σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία και κάπως διστακτικά έσπρωξαν την πόρτα. Μπήκαν δειλά, ησυχία παντού. Στους τοίχους υπήρχαν κόκκινα βέλη που τους έδειχναν να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Προχώρησαν και ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά σε μια τεράστια αίθουσα κλεισμένη γύρω – γύρω με γυαλί. Μέσα στην αίθουσα γινόταν πραγματικά χαμός. Ένα σωρό μικρά, πράσινα και άτακτα ανθρωπάκια ντυμένα με περίεργα, πολύχρωμα ρούχα και σκουφιά με κουδούνια που χοροπηδούσαν και έτρεχαν σα λυσσασμένα.
Μια δεύτερη πόρτα άνοιξε και ένα μικρό πράσινο ανθρωπάκι τράβηξε και τους δυο μέσα! «Ελάτε, αργήσατε, αμάν πια με εσάς τους ανθρώπους, δε μπορούμε να κάνουμε δουλειά. Λοιπόν εσύ» της είπε και την τράβηξε από το χέρι «θα πάς σε εκείνο το δωμάτιο και εσύ στο διπλανό ακριβώς» και του έδειξε από που να μπει. «Μα τι θα κάνουμε εκεί, τι είναι εδώ, ποιοι είστε όλοι εσείς;» τόλμησε να ψελλίσει εκείνη. «Είμαστε ξωτικά και βοηθάμε τον Άγιο Βασίλη να φτιάξει δώρα αγάπης και να τα μοιράσει σε εσάς τους ανθρώπους. Τι σου κάνει εντύπωση, δεν διάβαζες χριστουγεννιάτικες ιστορίες όταν ήσουν παιδί;» Δεν πρόλαβε να απαντήσει, την έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο και εκεί, ωωω εκεί ένας ολόκληρος ροζ κόσμος, νεράιδες και πριγκίπισσες με όμορφα φορέματα και μαγικά ραβδάκια πηγαινοέρχονταν βιαστικά αλλά με περίσσια χάρη και έφτιαχναν τα δώρα.
Το γενικό πρόσταγμα το είχε μια συμπαθητική μεγάλη σε ηλικία κυρία που φόραγε ένα κατακόκκινο μάλλινο φόρεμα με λευκή γούνα στο λαιμό και στα μανίκια, σαν του Άγιου Βασίλη τη στολή περίπου. «Μάλλον η γυναίκα του θα είναι σκέφτηκε». Τότε ήρθε μια μικρή νεράιδα, την πήρε τρυφερά από το χέρι και την οδήγησε στον πάγκο για να βοηθήσει. «Μα τι φτιάχνετε εδώ;» ρώτησε τη μικρή νεράιδα. «Εμείς εδώ» της απάντησε «φτιάχνουμε μεγάλες κατακόκκινες καρδιές». «Και στο διπλανό δωμάτιο, οι άντρες τι φτιάχνουν;» ξαναρώτησε την νεράιδα. Τότε το λόγο πήρε η κυρία ΆγιοΒασιλίνα και της είπε «οι άντρες δίπλα φτιάχνουν βέλη για να τα ρίξουν στις μεγάλες κατακόκκινες καρδιές μας και να τις κάνουν δικές τους».
Κοίταξε την καλοκάγαθη ΆγιοΒασιλίνα λίγο περίεργα και της είπε «μα τα βέλη τους είναι αιχμηρά και επικίνδυνα, μας πληγώνουν και πονάμε, γιατί ο καλός Άγιος Βασίλης δεν τους λέει να φτιάξουν κάτι άλλο που να μην κάνει την καρδιά μας να πονάει;». «Αχ, γλυκιά μου» της απαντάει η ΆγιοΒασιλίνα «αυτά τα βέλη που φτιάχνουν οι άντρες είναι το καθένα ένα ειδικά σχεδιασμένο δώρο για κάθε μία καρδιά από αυτές που φτιάχνουμε εμείς εδώ. Το βέλος πονάει μόνο όταν δεν πετυχαίνει την κατάλληλη κάρδια, αν όμως το βέλος βρει τη σωστή κάρδια τότε δεν υπάρχει πόνος, υπάρχει μόνο αγάπη που πλημμυρίζει και κάνει την καρδιά να χαμογελά ευτυχισμένη». Χαμογελαστές και οι δύο ξεκίνησαν να φτιάχνουν τις καρδιές μαζί με τις πριγκίπισσες και τις νεράιδες.
Εν τω μεταξύ στο διπλανό δωμάτιο οι άντρες μαζί με τον Άγιο Βασίλη έβαζαν όλη τους την τέχνη και έφτιαχναν υπό τους βροντερούς ήχους του χο χο χο τα βέλη για να ερωτοχτυπήσουν τις γυναικείες καρδιές!
Γκλινγκ λοιπόν, οι άντρες στο εργαστήριο του Αϊ Βασίλη, γκλονγκ οι γυναίκες στο άλλο δωμάτιο με την ΆγιοΒασιλίνα, έφτιαξαν κάμποσα βέλη και αρκετές καρδιές.
Η ώρα περνούσε και η νύχτα έπεφτε παγωμένη. Κουρασμένη πια, κάθισε σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και «Ούφ τη μέρα κι αυτή», ψέλλισε μέσα από τα δόντια της. Κοίταξε την μεγάλη κατακόκκινη καρδιά που κρατούσε στα χέρια της και αισθάνθηκε τα βλέφαρα της να βαραίνουν.
Κάποια στιγμή ένιωσε να κρυώνει πολύ, άνοιξε βαριεστημένα τα μάτια της, δεν ήθελε να αφήσει με τίποτα το κρεβάτι της, σχεδόν έτρεμε και τι παράξενο όνειρο ήταν αυτό που είχε δει. Ήταν λέει με τον πρώην της στο εμπορικό κέντρο την παραμονή των Χριστουγέννων και ξαφνικά βρέθηκαν στο εργαστήρι του Άγιου Βασίλη να φτιάχνει καρδιές εκείνη και βέλη εκείνος. Τι περίεργα παιχνίδια που παίζει η νύχτα, το κρύο, η μοναξιά και η πίκρα του χωρισμού.
Έξω χιόνιζε. Στριφογύρισε μια φορά στο κρεβάτι της και κουκουλώθηκε με το πάπλωμα σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ζεσταθεί. Όπως γύρισε το βλέμμα της έπεσε στο κομοδίνο. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη κατακόκκινη καρδιά με μια τρύπα, ναι ναι με μια τρύπα. Την πήρε στα χέρια της και πέρασε μέσα από την τρύπα το δάχτυλό της. Τι περίεργο, αυτή η καρδιά έμοιαζε με αυτές που ονειρεύτηκε ότι έφτιαχνε στο εργαστήρι με την ΆγιοΒασιλίνα.
Χαμογέλασε διστακτικά «βρε λες» σκέφτηκε, «αχ πάει το έχασα» μονολόγησε και ξανακουκουλώθηκε. Πριν όμως προλάβει να ξαναζεσταθεί άκουσε το κουδούνι να χτυπάει «μα ποιος είναι Χριστουγεννιάτικα, γιατί δεν μ΄ αφήνουν στη μοναξιά μου;» μουρμούρισε και σηκώθηκε σχεδόν νευριασμένη με τις πυτζάμες της και τα ανακατεμένα μαλλιά της να ανοίξει.
Στην πόρτα στεκόταν αυτός. Ήταν καιρός τώρα που είχαν χωρίσει και αν και τον αναζητούσε συνεχώς δεν πίστευε ότι θα τον ξαναδεί. Κι όμως αυτός ήταν τώρα εκεί να την κοιτάει έτσι όπως έστεκε πανέμορφη με τις πυτζάμες της και τ΄ ανακατεμένα της μαλλιά. Την πλησίασε και άρχισε να την φυλάει χωρίς να της πει τίποτα, χωρίς να της δώσει καμιά απολύτως ευκαιρία να αντιδράσει. Αγκαλιασμένοι και με τα χείλη τους κολλημένα έπεσαν στο κρεβάτι. Καθώς φιλούσε το σώμα του πρόσεξε κάτι που δεν το είχε ξαναδεί τόσες φορές που είχαν κάνει έρωτα. Ήταν ένα τατουάζ, ένα βέλος ακριβώς σαν κι αυτά που κατασκεύαζαν οι άντρες μαζί με τον Άγιο Βασίλη στο χθεσινοβραδινό της όνειρο. Τρόμαξε, σταμάτησε για λίγο αλλά «μπα» σκέφτηκε «η ιδέα μου είναι» και συνέχισε το λάγνο ταξίδι της στο σώμα του. Τώρα ήταν αυτός εκεί και τίποτα άλλο δεν είχε σημασία.
Κοιμήθηκαν αγκαλιά όλη την ημέρα των Χριστουγέννων, δεν σηκώθηκαν καθόλου από το κρεβάτι, έξω χιόνιζε, τα φώτα από τον στολισμένο δρόμο φώτιζαν το δωμάτιο και τα πρόσωπα τους. Τα φιλιά τους πολύχρωμα και ατέλειωτα. Άρχισε να ψαχουλεύει πάλι το σώμα του, έψαξε το βέλος αλλά αυτό, τι περίεργο, δεν ήταν πια εκεί, τρόμαξε και πάλι, συνέχισε όμως να του κάνει έρωτα και έτσι όπως τον εξερευνούσε είδε με την άκρη του ματιού της πάνω στο κομοδίνο εκείνη την καρδιά που είχε βρει το πρωί στο κομοδίνο της και μέσα στην τρύπα το βέλος από το τατουάζ του.
Τότε θυμήθηκε τα λόγια της ΆγιοΒασιλίνας «…αν όμως το βέλος βρει τη σωστή καρδιά τότε δεν υπάρχει πόνος, υπάρχει μόνο αγάπη που την πλημμυρίζει και κάνει την καρδιά να χαμογελά ευτυχισμένη» και τότε συνειδητοποίησε ότι η δική της η καρδιά ερωτοχτυπημένη από το βέλος του, ήταν τώρα χαμογελαστή, ευτυχισμένη και πλημμυρισμένη από τη δική του αγάπη!