Γράφει η Λάουρα Σαργέντη
Στην αρχή ήταν ένας κρυφός έρωτας. Εξάλλου, όλοι μας έπρεπε να χαλαρώσουμε από τη σεζόν, τα σώματα να σταματήσουν να πονάνε, οι ρυθμοί να πέσουν. Έδωσα χρόνο. Σε περίμενα πολλές φορές στην αγαπημένη σου παραλία, αλλά ποτέ δεν βρήκες χρόνο να έρθει. Ήθελα τόσο να σε γευτώ.
1η Νοέμβρη, το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και η θερμοκρασία είχε πέσει. Πλέον δεν σε περίμενα στην παραλία. Όμως, η ανάγκη για αγκαλιά ήταν μεγάλη. Έτσι κάπως σ’ έπεισα. Με την επιμονή μου. Ναι ακριβώς.
Θυμάμαι την πρώτη φορά με τάισες, κάηκα από το τυρί, γιατί σε χάζευα και δεν έδωσα καμία σημασία στην εκρηκτική θερμοκρασία της φρεσκοψημένης πίτσας.
Τη δεύτερη, κάηκα από τη λαιμαργία μου για σένα. Έκανα επίθεση πάλι στην καυτή πίτσα λες κι ήσουν εσύ.
Την τρίτη απλά περίμενα να κρυώσει.
Εσύ με κοίταζες σαν εξωγήινο αφού σχεδόν καθημερινά έτρωγα πίτσα.
Ξέρεις, μ’ άρεσε το ζυμάρι που έφτιαχνες, πως έκανες τα μπαλάκια και τα φύλαγες στο ψυγείο. Αυτό που με τρέλαινε περισσότερο, ήταν να βλέπω τα μακριά σου δάχτυλα ν ανοίγουν το ζυμάρι, ν’ απλώνεις τη σάλτσα σαν ζωγράφος που βάζει τη βάση για τον πίνακά του, να κόβεις επιτόπου τα υλικά σε υπέροχες λεπτές λοριδίτσες, να τα στολίζεις με μαεστρία και με μια κίνηση να τοποθετείς την πίτσα στο φούρνο. Είχες πάντα μια προσήλωση λες και αυτή θα ήταν η πίτσα από την οποία θα κριθείς στον τελικό του μαγειρικού show που συμμετέχεις. Αλλά τελικά ο σκληρότερος κριτής ήσουνα εσύ.
Κάθε μέρα σχεδόν έτρωγα την πίτσα που έφτιαχνες μόνο για μένα. Αγαπημένη συνήθεια.
Μια συνήθεια που κράτησε 12 μήνες όσα τα κομμάτια της αγαπημένης που πίτσας. Μετά την έβαλες στο μενού και ήταν διαθέσιμη για όλους.