Ανάθεμα κι αν υπήρξαμε ποτέ.
Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα.
Για λόγους απτούς, μικρούς, έτρεξα εκείνη τη νύχτα για μέρες στο χθες.
Πέρασα από την πόλη που γεννήθηκες, στενοί οι δρόμοι και εγώ μια επιμονή στο βήμα που δε μπορώ να εξηγήσω.
Στο βάθος εσύ στο τότε και εγώ να παρατηρώ το μέλλον χωρίς να ξέρω. Καθισμένη στο πλάι η μαμά σου, θα είναι γνώριμο το πρόσωπό της σε χρόνια. Το σπίτι που θα κάνουμε γιορτές μαζί με τους δικούς σου.
Κανένας δε ξέρει, δε φαντάζεται. Ακούω τις φωνές μας, κάτι καλοκαίρια που θα ονομάζουμε διακοπές να πάμε να τους δούμε. Ο πατέρας σου στην αυλή να μας περιμένει, μια οικογένεια αγκαλιά.
Δε με ξεχώρισαν, έτσι θά’ναι.
Είσαι μόλις πέντε, τριάντα χρόνια πριν μειλίχιο παιδί και αυτή η θέρμη μες στα μάτια γνώριμη. Έκατσα για αρκετή ώρα πίσω από τα κάγκελα, προσπαθώντας να καταλάβω μα μονολιθικός πανικός σφραγίζει τη μνήμη.
Μικρές γειτονιές, μεγάλα όνειρα να με τραβάνε με πείσμα από το χέρι, πρέπει να χάσω για να μάθω λένε.
Πέρασες από δίπλα μου χαμογελώντας και εγώ να νείρομαι γι αυτά που θά’ρθουν.
Ήμουν εκεί όταν πλήγωσες τα γόνατά σου στη γειτονιά, σε σήκωσα στο πρώτο πέσιμο από το ποδήλατο. Στον πρώτο καυγά με τους γονείς σου, σε πήρα αγκαλιά και το ένιωσες. Σε εκείνη την εκδρομή με το σχολείο που σε στιγμάτισε, φοβήθηκα μαζί σου. Στο πρώτο σου φιλί που ζήλεψα, προετοιμάζεσαι για μένα είπα, γέλασα και σε συγχώρεσα.
Ήμουν εκεί σε όλα, δε με έβλεπες μα σε έμαθα.
Μεγάλωνα για σένα.
Θα ζήσω χρόνια μαζί σου, το ξέρω· ένα μικρό σπίτι στο κέντρο και μία μεγάλη αγάπη. Ωραίες κοινές μουσικές και ένα μπαλκόνι άνθη να φροντίζουμε. Πρωινός καφές πριν την δουλειά και ένα βιβλίο το μεσημέρι. Να προσέχεις. Ήσυχα βράδια και τα γέλια μας αγκαλιά μέχρι τις πρωινές ώρες· έτσι θα έπρεπε να είναι.
Την βιάστηκες τη χαρά και την τρόμαξες.
Υπεισέρχομαι στα γρήγορα, τα χρόνια κυλάνε πρέπει να προλάβω να δω όσα δε θα μου πεις, όσα θα σε αλλάξουν. Θα σε πληγώσουν.
Δε φταις εσύ για ό,τι δε θα ζήσεις.
Φρόντισαν με ζήλο τα βιώματα σου, δώσαν εγωισμό στα χέρια· ποια ευτυχία να κρατήσεις;
Είχαν δίκιο οι φωνές, μαθαίνει αυτός που χάνει. Μα ποιος πραγματικά θα είναι ο χαμένος;
Τα χρόνια πέρασαν, μα δε φάνηκες.
Ίσως ήρθες μα δεν έμοιαζες.
Κι αν δε φανείς, ποιες εικόνες να διαλέξω να αγαπήσω;
Για λόγους απτούς, μικρούς έτρεξα εκείνη τη νύχτα για μέρες στο χθες.
Πέρασα από την πόλη που γεννήθηκες, το σπίτι που μεγάλωσες δεν υπήρχε πια.
Ούτε εμείς, ανάθεμα κι αν υπήρξαμε ποτέ.