Την νύχτα που η αγκαλιά σου, έγινε ένα με τη δικιά μου..
Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης.
Το είχα καταλάβει κι ας μην μου το είχες πει πως οι λέξεις μου σε ενοχλούσαν.
Ενοχλούσαν την ηρεμία μέσα σου. Την καλά τακτοποιημένη ακαταστασία σου στην οποία είχες βολευτεί.
Μόνο που από εμένα, δεν μπόρεσες να κρύψεις τις λιακάδες σου.
Εγώ άκουσα το γέλιο σου, είδα τα μάτια σου να λάμπουν στο σκοτάδι, σε είδα σαν μικρό παιδί να παίζεις.
Κι εγώ έτσι θα σε παίξω απόψε.
Στα ίσα. Όπως λες πως σου αρέσει.
Απόψε θα σε παίξω στα ίσα και θα σου πω πως μου λείπεις τόσο που πνίγομαι.
Το σκοτάδι χωρίς να το φωτίζουν τα μάτια σου δεν το γουστάρω καθόλου.
Κι εκείνη η αγκαλιά, με στοιχειώνει ακόμα. Κούμπωνε κάθε χιλιοστό σου σε κάθε ρωγμή μου.
Όχι, δεν σου μίλησα για έρωτα, ούτε για διάρκεια. Ούτε για όνειρα. Ούτε καν για ταξίδια, που είναι η ζωή σου όπως λες.
Τα μπουρδέλα που έζησες, ξέρω πως σε άφησαν κομμάτια.
Ξέρω πως ανέβασες τοίχους και κλείστηκες από πίσω μην τυχόν και ξαναδεί κανείς ποια είσαι.
Δίνεις αγάπη, δίνεις φροντίδα, δίνεις στοργή, αλλά δεν θες να σου τα δώσει κανείς εκτός από τους “προεγκεκριμένους” και “από καιρό δοκιμασμένους”.
Εγώ όμως, κάποτε εμφανίστηκα μπροστά σου, με ξεκλείδωσες και σου έδειξα με τις πράξεις μου τι θα πει έρωτας και με τις λέξεις μου τι θα πει αγάπη και στοργή.
Κι έτσι εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις.
Δεν μπορείς να μου πεις πως η άδεια σου αγκαλιά σε ζεσταίνει περισσότερο από δυο χέρια που τυλίγονται γύρω σου.
Δεν μπορείς να μου πεις πως πάγωσες όταν έχω δει την φωτιά σου.
Δεν μπορείς να μου πεις πως ότι είχες να δώσεις στον έρωτα το έδωσες επειδή έζησες 2-3 μπουρδέλα.
Ακόμα και το ότι δεν μιλάς ποτέ γι’αυτά.. ακόμα και το ότι φροντίζεις να μην ξέρει κανείς και τίποτα.. με θυμώνει.
Δεν μπορείς να λες τον φόβο επιλογή και την μοναξιά ευτυχία.
Σε χάρισες σε λάθος ανθρώπους. Πάρ’το χαμπάρι και άνοιξε μια χαραμάδα για να μπουν άλλοι. Άξιοι. Που ξέρουν τι θα πει έρωτας. Που ξέρουν να μιλούν με πράξεις. Μόνο που θα πρέπει να πάρεις το ρίσκο σου. Θα πρέπει να ρισκάρεις να κάνεις λάθος. Θα πρέπει να ρισκάρεις να παίξεις.
Γιατί από την κερκίδα, το παιχνίδι μπορείς μόνο να το δεις. Όχι να το ζήσεις.
Ξέρω πως δεν ζήτησες να σωθείς. Δεν απαίτησες τίποτα. Γι’αυτό σταμάτα να μου λες τι θα κάνω με την δικιά μου! Ό,τι θέλω θα κάνω με την καρδιά μου. Δε σου ζήτησα συμβουλή, δεν απαίτησα να με σώσεις. Ζήτησα μόνο να ρισκάρεις. Αν τολμάς φυσικά.
Κάνε μου μόνο μια χάρη: Κάθε που λες στον εαυτό σου ότι τον λογαριασμό με τον έρωτα τον ξόφλησες, γύρνα σε εκείνη την καληνύχτα. Εκείνης της νύχτας. Εκείνης της μιας και μόνης νύχτας που ξέχασες να σηκώσεις τοίχους και σε είδα.
Κι εμένα, δεν μπορείς να μου πεις πως δεν υπάρχει πια εκείνη η γυναίκα.
Γιατί εγώ, σε είδα. Σε ένιωσα. Σε άγγιξα. Σε κράτησα. Σε μύρισα. Σε ερωτεύτηκα.
Κι εσύ κράτησες εκείνο το κοχύλι..