Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Σε πέτυχα ξανά μπροστά μου, έπεσα σχεδόν ολόκληρη πάνω σου θα έλεγα.
Με αγκάλιασες τάχα μου για να με κρατήσεις και εγώ σε έπιασα από το μπράτσο τάχα μου για να στηριχτώ.
Σε κοίταξα μέσα στα μάτια – για πόση ώρα δεν ξέρω – μα δεν μπόρεσα να μιλήσω. Με κοίταζες και εσύ τόσο γλυκά που τι να πω..
Με το ένα σου χέρι και χωρίς να με αφήσεις από την αγκαλιά σου μου έβγαλες μια τούφα μαλλιά που είχε πέσει μες τα μάτια μου, για να βλέπεις τα μάτια μου, είπες.
Οι περαστικοί να γελάνε πονηρά, νομίζοντας ότι είμαστε μαζί αλλά πού να ξέρανε; Πού να ξέρανε ότι αυτή η ιστορία έχει τελειώσει;
Εσύ συνέχισες να με κοιτάς, εγώ πάλι άγαλμα, κουβέντα!
Το μόνο που κατάφερα να πω είναι ένα συγγνώμη μέσα από τα δόντια μου, συγγνώμη γιατί έπεσα πάνω σου. Τότε εσύ γέλασες και θυμήθηκα γιατί τότε σε ερωτεύτηκα.
Εκεί, έξω από ένα ΑΤΜ έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα στην αγκαλιά σου.
Συγγνώμη ξαναψέλισα και έκανα να φύγω, μα τα χέρια σου ήταν ακόμα τυλιγμένα πάνω μου.
Τα δικά μου δεν έλεγαν να φύγουν από τα μπράτσα σου όσο κι αν ήθελα. Πάλευαν κι αυτά να γαντζωθούν ακόμα περισσότερο πάνω σου και να μην φύγουν ποτέ.
Μου χάιδεψες τα μαλλιά και έφερες τα χέρια σου στο πρόσωπο μου και με ξαναγκάλιασες.
Σε ρώτησα αν σε χτύπησα και γέλασες ακόμα πιο πολύ.
Μου έπιασες τα χέρια και μου είπες ότι ομόρφυνα αλλά τα μάτια μου έχουν μια θλίψη.
Μα πόσο με ήξερες τελικά; Πόσο με ένιωθες;
Τότε μόνο επιτέλους χαμογέλασα και εγώ, από αμηχανία θα έλεγα, και σου είπα όλα καλά. Τι να σου έλεγα δηλαδή; Ότι από τη μέρα που χωρίσαμε λειτουργώ μηχανικά; ότι ματώνω; Τι;
Μέσα στις σκέψεις μου μου είπες ότι σου λέω ψέματα, Με ξαναγκάλιασες.
Σε παρότρυνα να με αφήσεις να φύγω, τι κι αν ήθελα να πεθάνω εκείνη τη στιγμή στην αγκαλιά σου, ήξερα όμως πως δεν είχε νόημα. Ένιωθα πως δεν έπρεπε.
Μου έπιασες τα χέρια και τα έφερες στο στόμα σου, τα φίλησες και με ξανακοίταξες.
«Μπορεί να άλλαξες τα πάντα πάνω σου αλλά η μυρωδιά σου θα είναι για πάντα μοναδική. Η μυρωδιά που ερωτεύτηκα και με στοιχειώνει κάθε μέρα από την ώρα που χωρίσαμε»
Σάστισα, δεν πίστευα σε όσα άκουγα, έκανα ένα νεύμα για να φύγουν οι σκέψεις από το κεφάλι μου και έκανα να φύγω μια για πάντα.
Με όλη σου τη δύναμη με τράβηξες πάνω σου και μύρισα την ακριβή σου κολόνια ξανά!
Οι δυο μυρωδιές μας έγιναν ένα και τότε σου ψιθύρισα.. «πάρε με αγκαλιά και πάμε»..
Αγκαλιά σου και όπου θες μου είπες..
Πάρε με αγκαλιά και πάμε.. είπα ξανά..