Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Χαίρομαι που είσαι κοντά μου.
Χαίρομαι, γιατί στο πρώτο φως της μέρας η ψυχή μου ακουμπάει επάνω σου.
Βρίσκομαι μέσα σου, όπως φωλιάζει ο ψίθυρος στην κόγχη των χειλιών σου κι ανταμώνει τις ανάσες μας, φλέγοντας την κραυγή απ’ την λαχτάρα μου.
Όπως η αυγή οργώνει τον ουρανό και περικυκλώνει τις ηλιαχτίδες της αναπνοής σου την ώρα που φεγγίζει η ψυχή σου μέσα στην αγκαλιά μου.
Γι’ αυτό το ταξίδι απ’ το άγγιγμα των άστρων που πέρασε μέσα στο αίμα μας, γι’ αυτό και μόνο, “βρίσκομαι μέσα σου”.
Δεν μπόρεσες να φύγεις ποτέ από μέσα μου.
Δεν μπόρεσα ποτέ να διώξω την ψυχή σου απ’ το αποτύπωμά μου.
Σε χρειάζομαι για να μπορώ να νιώθω την κάθε μέρα και να κυλάω την νύχτα στην αγκαλιά σου.
Να μπαίνω μέσα σε σταγόνες έρωτα και να κυλιέμαι επάνω στο είναι σου.
Να μπορώ να ορμάω στην φλέβα που χαριεντίζεται με τον λαιμό σου.
Να μπορώ να κλειδώνω την αναπνοή μου που συνταράσσεται με την αλμύρα των χειλιών σου.
Σε χρειάζομαι, γιατί είσαι το είναι μου, η ανάγκη μου να σ’ αγαπάω.
Θέλω να καρφωθώ τόσο βαθιά μέσα σου, ώστε τίποτα άλλο να μην απομείνει εκτός από εμένα.
Θέλω να διανύσω τόσα χιλιόμετρα στο μυαλό σου, ώστε η σκέψη σου να χαθεί και να μην θυμάται τίποτα άλλο παρά εμένα.
Θέλω να γίνω το ρούχο που φοράς τ ’αγαπημένο, εκείνο που μυρίζει μόνο εμένα.
Θέλω τα μάτια σου να πάρουν την ψυχή μου και σ ’ό,τι κι αν κοιτάς, να βλέπεις μόνο εμένα.
Θέλω να είμαι εγώ “μονάχα αυτό που απομένει”.
Και θέλω να χαίρεσαι με όλα αυτά, γιατί η ψυχή μου σου ανήκει.