Γράφει η Ντέμη Κάργατζη
Πρέπει πια να ξεστολίσουμε. Ο Γενάρης μπήκε και το δέντρο στέκει ακόμα φορτωμένο με τα στολίδια του. Μάζεμα το δέντρο κι όλο το σπίτι.
Τον αμάζευτο το σπίτι τον αμάζευτο κι εγώ. Δύο κιλά πάνω μετά τις γιορτές κι όλο έτρωγα κουραμπιέδες και μελομακάρονα και ψητά.
Τα μυαλά μου ακόμα σκόρπια σε κάτι μπαρ και κάτι κουτούκια.
Ξεσυνηθίσαμε και δεν ξυπνάμε ούτε με σφαίρες το πρωί για δουλειά. Ωστόσο το νερό νεράκι. Μούσκεμα όλη η πόλη, μούσκεμα παπούτσια και παλτά και κάτι πατημασιές εδώ κι εκεί μέσα στο σπίτι. Και μια απλώστρα κάπου εκεί στο σαλόνι με τα ρούχα που ποτέ δεν στεγνώνουν.
Κάτι ασιδέρωτα πηγαινοέρχονται από καναπέ σε καναπέ, εξαρτάται από το πού θα επιλέξω να καθίσω.
Κι ερχόσουν εσύ θυμάμαι κι αντίκριζες το χάος και μου λεγες “μαζέψου κορίτσι μου, μαζέψου!”.
Χαιρόμουν εγώ κι εσύ μάζευες τα ρούχα, μου δίπλωνες τα σιδερωμένα και μου έδειχνες επιδεικτικά το δέντρο.
“Μαζεψου” μου έλεγες κι όταν έπινα κανένα ποτάκι παραπάνω. Σαν δοσομετρητής με σταματούσες από την παρεκτροπή.
Κι όταν φορούσα εκείνο το αγαπημένο μου κοντό φουστάνι, “μαζεψου” μου έλεγες πάλι.
Κι όταν πάλι αργότερα φώναζα, πάλι να μαζευτώ έπρεπε. Καλά να μαζέψω τα ρούχα αλλά τα νεύρα πώς;
Μ’ αυτό το “μαζέψου” σ’ ερωτεύτηκα, μ’ αυτό το “μαζεψου” έχω μείνει τώρα.
Μάζευα από δω μάζευα από κει, ώσπου ξεχείλισα.
Και κοίτα τώρα να δεις που και το δέντρο θα ξεστολίσω και μια χαρά το σπίτι θα μαζέψω. Μια χαρά θα τα καταφέρω και χωρίς το δικό σου το “μαζέψου”. Αλλά οπότε το θέλω εγώ κι αν το θέλω. Κι αν δε θέλω δεν θα το κάνω. Κι αν εκείνα τα ποτάκια θέλω να τα πιω, θα τα πιω.
Κι ας φοράω κοντό φουστάνι θα τα πιω. Ο,τι θέλω θα κάνω και στην τελική δεν έγινε και κάτι αν δε μαζευτώ.
Κι ούτε με πειράζει που δεν έχω εσένα να με μαζεύεις. Μη σου πω και πολύ το γουστάρω!
Και να σκεφτείς πως κάποτε πίστεψα πως ήσουν ο άνθρωπος μου, αλλά ευτυχώς μαζεύτηκα..