Κι όμως, η καρδιά μου αντέχει ακόμα..
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Είχα φύγει, δεν ήμουνα πια εκεί, αλλά κανείς δεν το κατάλαβε. Μονάχα κάποιες ώρες περνούσε ένα περιστέρι και μου έγνεφε κάποια λόγια. Μπάλωσα και την αντοχή μου με περηφάνια και έκοψα τον ομφάλιο λώρο που με κρατούσε. Και κάθε που σκαλώνω στο αόρατο, μονολογώ μονάχη μου μ’έναν νεκρό λόγο. Δεν είχα πια λόγο να μένω στο σκοτάδι, είχα ήδη συμφιλιωθεί με το συνειδητό μου. Κι εσύ πάλι με το ασυνείδητο μου συνομιλούσες, αυτό που ποτέ δεν αγάπησες.
Μην κρίνεις την συνείδηση μου, γιατί μόνο όταν αισθάνομαι αγαπάω. Μόνο όταν αισθάνομαι αγκαλιάζω. Θα μπορούσα να γεννήσω καινούρια χέρια για να αγκαλιάζω ξανά. Όλα όσα φύγαν απ’την ζωή μου. Αλλά δεν θέλω. Τα πενήντα χρόνια που κουβαλώ θα διώχνουν την σκιά τους. Δεν έμειναν δάχτυλα να τα κρατήσουν. Κουράστηκε κι η επιμονή μου να ζωγραφίζει φεγγάρια.
Κι αν ξεριζώνω την λογική μου είναι γιατί η καρδιά μου αντέχει ακόμα. Αντέχει να οσμίζεται την απουσία, αντέχει να απομυζεί το γαλάζιο που ξεθωριάζει πάνω σ’ένα συννεφιασμένο τοπίο. Αντέχει να βρέχει τις αποστάσεις με αίμα, σαν μια αφαίμαξη της μνήμης. Μην με ρωτάς λοιπόν γιατί δεν θέλω άλλα χέρια. Ρώτα την περηφάνια μου, που δέρνεται απ’τους ανέμους.