Μια φορά κι έναν καιρό, εσύ κι εγώ ήμασταν ένα!
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Μια φορά κι έναν καιρό, εσύ κι εγώ ήμασταν ένα!
Μια φορά κι έναν καιρό, εσύ κι εγώ φτιάχναμε πολύχρωμα όνειρα κατά – δικά μας, ανοίγαμε δρόμους, ρίχναμε εμπόδια και γκρεμίζαμε τοίχους.
Μια φορά κι έναν καιρό, νόμιζα ο τρελός πως μπορώ να γυρίσω ανάποδα όλον τον κόσμο, ότι μπορώ να σκοτώσω δράκους, να νικήσω μάγισσες, να γίνω Θεός και να γράψω μαζί σου το πιο όμορφο απ΄ όλα τα παραμυθία που έχουνε γραφτεί ως τα τώρα. Νόμιζα, πως θα φτιάχναμε μια ιστορία αγάπης, κι έναν παραμυθένιο έρωτα, που θα τον διηγούνται οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους αιώνια.
Όμως δυστυχώς κορίτσι μου, δεν έχουν όλα τα παραμυθία happy end, κάποια τελειώνουν άσχημα, κάποια μένουν μισά, και κάποια άλλα ξεχνιούνται και πνίγονται από την σκόνη.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, πέθαινε ο ένας για τον άλλον, σήμερα πεθαίνει μόνο ο ένας. Σήμερα, μόνο ο ένας ξεφυλλίζει τις σελίδες εκείνου του παραμυθιού, που τελικά δεν έκλεισε χαρούμενα. Αλήθεια σου λέω, κάθε βράδυ το πιάνω από την αρχή, λέξη την λέξη, πρόταση την πρόταση, εικόνα την εικόνα, και κάθε φορά στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγω πάντα..
Καταλήγω πως μπορεί το παραμύθι μας να μην είχε happy end, είχε όμως μια υπέροχη ηρωίδα. Είχε εσένα!
Είχε μια πριγκιπέσα που όμοια της δεν πρόκειται να βρω όπου κι αν ψάξω. Είχε την πιο όμορφη βασίλισσα του κόσμου, που κάποτε ήτανε ολότελα δικιά μου. Είχε λόγια που όταν βγαίνανε από το στόμα σου, σαν μελωδία ακουγόταν, κι εκείνο το χαμόγελο σου, που θάμπωνε τον ήλιο. Είχε την πιο λυτρωτική αγκαλιά, που με μάνας έμοιαζε, και το πιο σωτήριο χάδι, που γιάτρευε τα πάντα μου.
Το παραμύθι μας, που άδοξα κατέληξε, είχε εσένα που από τα φιλά σου μέθαγα, που με άγγιζες και έλιωνα. Είχε το βλέμμα σου που παντού το ψάχνω, την μυρωδιά σου που τρελά μου λείπει, το δέρμα σου που μωρό θυμίζει.
Είχε την δική σου αγάπη, που κοντά σου έμαθα τι πάει να πει και τι ακριβώς σημαίνει, και τον δικό σου έρωτα, που ξεκινούσε και πριν καλά καλά τελειώσει, εγώ πάλι σε ποθούσα απ΄ την αρχή.
Το παραμύθι μας, είχε ουρανούς απέραντους και θάλασσες ταξίδια, ένα “μαζί” που άνθιζε, ένα κρεβάτι που άστραφτε, κι ένα “εδώ” που βρόνταγε.
Κι είχε και εμένα, έναν βάτραχο, που όταν τον φίλησες με μιας έγινε πρίγκιπας, μα όταν ξεμάκρυνες, έγινε πάλι ένα ασήμαντο κι αδιάφορο βατράχι. Εμένα, έναν έκπτωτο βασιλιά που κάποτε όλοι τον ζηλεύανε, μα τώρα τον λυπούνται. Έναν πολεμιστή, που πια δεν έχει ούτε έναν λόγο για να παλέψει, ούτε μια βασίλισσα για να υπερασπιστεί, ούτε ένα παραμύθι για να φτιάξει, κι έριξε το σπαθί στο χώμα ατιμασμένος.
Κι έτσι έμεινα μόνος μάτια μου, κι έχω καιρό που πια δεν ψάχνω γιατί τέλειωσε, δεν ψάχνω ποιος έφταιξε πιο λίγο ή πιο πολύ, μου φτάνει που το έζησα. Δεν νιώθω στεναχώρια, πονάω, μα νιώθω ευλογημένος.
Δεν ψάχνω να βρω ένα καινούριο παραμύθι, γιατί το ξέρω πως δεν υπάρχει όμοιο του αν λείπεις από αυτό.
Δεν κάνω νέα όνειρα, μου φτάνουν τα παλιά, φτάνουν και περισσεύουν όσα ένιωσα μαζί σου για δυο ζωές και βάλε…
Νύχτωσε, κι εγώ ο τρελός θα ξαναπιάσω το δικό μας παραμύθι για να το ξεφυλλίσω απόψε, όπως έκανα και χθες, αλλά, θα σταματήσω πάλι στην προτελευταία σελίδα του, την τελευταία δεν την θέλω, την τελευταία την αποφεύγω. Η τελευταία σελίδα του είναι εκείνη που με πονάει λιγάκι, είναι εκείνη που λέει, πως μπορεί το παραμύθι μας να μην είχε ένα όμορφο τέλος, είχε όμως την πιο όμορφη ηρωίδα αυτού του κόσμου. Είχε εσένα, κι άξιζε η κάθε λέξη του!
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν αγάπη μου, εγώ κι εσύ ήμασταν ένα, τώρα πια δεν είμαστε. Όμως, το τετριμμένο,”ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα” δεν θα το ξεστομίσω, γιατί ποτέ δεν ξέρεις!