Όταν είσαι απών από την ανάγκη, μην ζητάς να είσαι παρών στις αναμνήσεις.
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Ποτέ δεν κρατάω κακία σε κανέναν.
Απλά κάποιοι άνθρωποι θα έπρεπε να με βγάλουν άμεσα από τις αναμνήσεις τους.
Δεν θέλω μωρέ να ζω στις αναμνήσεις τους.
Κι όχι γιατί με πλήγωσαν, αλλά γιατί μου έταξαν.
Μου έταξαν τον ουρανό με τ’άστρα, αλλά μου έδωσαν στο τέλος ένα σκαμπίλι και τον είδα μόνη μου.
Γιατί τον άνθρωπο που αγαπάς, δεν τον αφήνεις ποτέ σου στα δύσκολα.
Πού ήταν όταν σερνόμουν στα πατώματα, θα μου πεις;
Πού ήταν όταν ούρλιαζα απ’τον πόνο μου, θα μου πεις;
Πού ήταν όταν τον χρειάστηκα πραγματικά, θα μου πεις;
Ήταν ντυμένος πάντα με το παραμύθι του, αυτό που δεν έχει δράκους, ούτε μονόκερους, ούτε νεράιδες, ούτε αερικά.
Δεν φαντάστηκε ότι το αερικό δίπλα του πολεμάει να μείνει δίπλα του, πολεμάει να καταλάβει γιατί δεν νιώθει, γιατί άλλαξαν όλα, γιατί δεν βλέπει ποια είναι.
Όταν σε χρειάστηκε πραγματικά, την πέταξες, σαν την ψείρα απ’το γάλα, σαν το σκουπιδάκι απ’το πέτο σου.
Ο άνθρωπος που αγαπάει πραγματικά δεν αφήνει τον άνθρωπό του στα δύσκολα, μένει κολόνα δίπλα του και πολεμάει για την αγάπη του, για την ζωή του.
Στα εύκολα είναι όλοι καλοί, στα δύσκολα όμως;
Κι εσύ ήσουνα εύκολο θύμα, ναι θύμα, γιατί έπεσες στην παγίδα σου, στην ευκολία σου, στην ζωούλα σου, έτσι όπως την ήθελες όμως εσύ.
Δεν φαντάστηκες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις ότι αυτή τρομάζει με την ευκολία, με την ρουτίνα, με την βαρεμάρα.
Δεν μπόρεσες ποτέ να δεις μέσα απ’τα μάτια της, δεν μπόρεσες να ακούσεις τον ήχο της φωνής της, αυτήν που σου φώναζε, αυτήν που σου ούρλιαζε γιατί δεν την αγάπησες πραγματικά.
Λες ότι την αγάπησες, ότι την πόνεσες.
Δεν σε πιστεύω, γιατί την άφησες στα δύσκολα, μόνη της, χωρίς υποστήριξη, χωρίς αγάπη.
Γιατί τον άνθρωπο που αγαπάς δεν τον αφήνεις ποτέ σου στα δύσκολα!
Γι’αυτό σου λέω, να την πετάξεις απ’τις αναμνήσεις σου, γιατί δεν αξίζει να ζει εκεί μέσα.
Γιατί δεν άξιζε ποτέ να γίνει η ανάμνησή σου.