Όταν θά’ρθεις, θα σ’έχω αγαπήσει πιο πολύ!
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Κι αυτό το πρωινό διαλέγω το στίγμα μου.
Αυτό που σαν νερό γλιστράει μες στην καρδιά σου.
Αυτό που όταν πονάω σ’ανασαίνει.
Βγάζω και τα πινέλα μου να ζωγραφίσω ένα σπίτι να μας χωράει.
Το δικό μας σπίτι.
Αυτό που αγκάλιασε την ψυχή μας, που αναπνέει σ’όλες τις φλέβες του κορμιού μας. Αυτό που μοσχομυρίζει την λαχτάρα σου.
Είναι νωρίς και περιμένω να σηκωθείς να με πάρεις μια αγκαλιά, απ’αυτές που μόνο εσύ μπορείς να μου δώσεις.
Απ’αυτές που ταξιδέψαν χρόνια για να σε βρουν.
Απ’αυτές που έπαψαν να θυμίζουν μοναξιά, απόγνωση και κατάρα.
Κι εγώ γεννάω λέξεις να αντέξω την μοναξιά μου, γιατί όταν λείπεις εξαϋλώνομαι.
Και μόνο η μορφή σου με καθησυχάζει, με ηρεμεί.
Άλλαξε και ο καιρός και φόρεσα την ζακέτα μου, εκείνη την φούξια που σ’αρέσει.
Έλα αγάπη μου ν’αφουγκραστούμε τις σιωπές που βγάζει ο πόθος μας.
Έλα σ’ένα ταξίδι που μόνο ο χρόνος θα σπάσει.
Έλα να πιαστούμε χέρι χέρι και να περπατήσουμε τις ψυχές μας σε άγνωστα χτυποκάρδια.
Έλα να βγάλουμε την φωνή μας βόλτα σε μια πόλη που δεν κοιμάται, σε μια πόλη που μυρίζει τον έρωτά μας.
Έλα να χαϊδέψουμε τις αισθήσεις μας πάνω σε λευκά σεντόνια εκεί που το πάθος αγριεύει.
Έλα να σε φιλήσω να γεμίσει η ψυχή μου το άρωμά σου.
Έλα ξανά και ξανά να διορθώσω την ανάγκη μας να μην φοβάται την ερημιά.
Με μια ελπίδα στο μαξιλάρι κοιμάμαι, πως όταν θά’ρθεις, θα σ’έχω αγαπήσει πιο πολύ!