Γράφει η Μπάρμπυ Κορμαρή
Με συγχωρείτε, αλλά νομίζω ότι μόλις μπλόκαραν οι πυξίδες μου. Έχω χάσει λίγο τον προσανατολισμό μου. Προσπαθώ να βρω μια άκρη, γιατί στο καλό δεν σε έχω στείλει ακόμα στο διάολο. Απορώ με τον εαυτό μου, που κάθομαι και ακούω τις γελοίες δικαιολογίες σου. Πόσες μαλακίες ακόμα θα μου πεις; Με περνάς για ηλίθια;
Τώρα βέβαια φταίω κι εγώ, που τόσο καιρό δεν αντιδρούσα. Φταίω, που σε άφησα να κάνεις ό,τι θέλεις. Σε έβλεπα να με παραμυθιάζεις και να γελάς πίσω από την πλάτη μου κι έκανα πως δεν καταλαβαίνω. Γιατί κατά βάθος ήξερα. Πάντα το ήξερα ότι παίζεις μαζί μου. Και τα ψέματά σου ήθελα και τα πίστευα. Γιατί ήταν ωραίο, ρε γαμώτο, το παραμύθι που μου πούλησες και το κατάπια αμάσητο.
Μα τώρα φτάνει, βαρέθηκα, κουράστηκα. Άντε στο διάολο, τράβα να βρεις άλλο κορόιδο για να παίξεις. Άντε, γιατί πολύ σε ανέχτηκα. Φύγε, πριν τα σπάσω όλα εδώ μέσα. Φύγε, πριν ο θυμός με κάνει να εκραγώ και τα κάνω όλα λαμπόγιαλο.
Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο απ’ όλα; Θυμώνω με σένα, που δεν είχες μπέσα και με πούλησες. Μα πιο πολύ θυμώνω με μένα, που σε πίστεψα. Κι ας ήξερα πως ήσουν ένα ψέμα…