Πότε εσύ αγνόησες συμβατικές υποχρεώσεις για μια συνάντηση μαζί μου;
Πότε ιεράρχησες τα “θέλω” σου και έδιωξες τα σκουπίδια της ψυχής σου;
Πότε ταυτίστηκες με τον έρωτά μου;
Ποτέ.
Εξάλλου “εμείς δεν είχαμε έρωτα όσο ήμασταν μακριά”.
Ξέρεις ο έρωτας δεν έχει ανάγκη το “κοντά” για να επιβιώσει.
Μόνο τον παλμό και τη δύναμη της σκέψης έχει ανάγκη.
Τις εκμηδενίζει τις αποστάσεις ο έρωτας.
Ίσως μάλιστα και οι αποστάσεις να αποτελούν το ασφαλέστερο εχέγγυο για τη βιωσιμότητά του.
Για τίποτα δεν αδιαφόρησες περισσότερο από μένα.
Βολεμένος αναπαυτικά σε μια συμβατική πολυθρόνα τράβαγες κάθε φορά μια ρουφηξιά από τον αέρα που σου έδινα. Λίγο όμως. Τόσο όσο.
Να μην κακομαθαίνουμε. Δεν αποτραβήχτηκες ποτέ από τα στερεότυπα της αποστεωμένης πραγματικότητας που ΕΣΥ έπλασες, για να τα υπερβείς και να προχωρήσουμε.
“Πού να προχωρήσουμε”, αυτό με ρώτησες ε;
Εκεί που μας πάει. Αλήθεια το αφήνεις να σε πάει;
Ή το πας εσύ με τη φωνή μιας παράλυτης λογικής που σου απομυζά το οξυγόνο; Αυτό που σου χαρίζω εγώ.
Εγώ όμως είμαι η δεύτερη, η τρίτη, η αόρατη, η στριμωγμένη επιλογή στο περίσσευμα ενός ακυρωμένου ραντεβού ή ενός αδειασμένου μισάωρου. Αυτή είμαι εγώ.
Μια βιαστική παρένθεση για να ανακτήσεις τον σκοτωμένο σου ανδρισμό και να συντηρείς τα ορμονικά ένστικτα.
Και αυτό για λίγο όμως.
Έλα πες το πάλι γιατί μου έλειψε, “Δεν είναι βιώσιμο, δεν είναι αποδεκτό”.
Ποια είναι τέλος πάντων η βιωσιμότητα για σένα; Το καθημερινό μάντρωμα σε ένα απολιθωμένο σπιτικό, η κλειδωμένη ρουτίνα ή η ασφαλισμένη συνήθεια;
Ή μήπως περιμένεις την έγκριση μιας ανώτερης δύναμης για να σου υπογράψει τη διάρκεια με κεφαλαία;
Και γιατί δηλαδή το “βιώσιμο” το ταυτίζεις πάντα με το “αγαθό”;
Γιατί δεν παραδέχεσαι την υπερδυναμία του συναισθήματος;
Γιατί το “διαρκώ” το προτιμάς από το ”φλέγομαι” ε;
Γιατί παγιδεύεσαι μονίμως στην κυκλοθυμία των ενοχών;
Τις κούρασες πια και μαζί κούρασες και εμάς.
Καταλαβαίνεις ότι στέκεσαι αποσβολωμένος σε μια στασιμότητα, σε ένα βαγόνι με σκουριασμένα γρανάζια που οδεύει προς απόσυρση;
Δειλός αποδέκτης μιας κιτρινισμένης ηθικολογίας…
Τι είμαι εγώ για σένα; Τι ήμουν εγώ;
Μια εφήμερη απόδραση είμαι για σένα. Μια αναπνοή φευγάτη και μισή.
Και αυτή ακόμη αποχρωματισμένη, αποκομμένη από εκείνο το φτερούγισμα της καρδιάς που σε κάνει να βλέπεις πεταλούδες. Ξεκολλημένη από κάθε πάθος. Ξέρεις αλήθεια τι θα πει ”πάθος”;
Όχι. Υπέρμαχος μιας σκοταδιστικής ηθικής δεν αφήνεις ούτε χαραμάδα για μια αχτίδα ζωής που θα σε οδηγήσει στην καρδιά σου.
Αυτήν που περιφρονείς επειδή τρέμεις να αναμετρηθείς μαζί της. Γιατί έτσι έμαθες. Στο λίγο. Στο τόσο όσο. Μέχρι εκεί.
Μετά τραβάς χειρόφρενο μην παρασυρθείς από το αιφνίδιο, από το απροσδόκητο.
Το πολύ πονάει.
Και δεν είσαι έτοιμος να συμμαχήσεις με τον πόνο. Μόνο που, όσο δεν απελευθερώνεσαι θα πενθείς τον πρόωρο θάνατο και μέσα από αυτόν θα αντιληφθείς τα όριά σου. Και τα δικά μου όρια όμως.
Σου έδωσα το πιο γήινο και συναρπαστικό συναίσθημα και το γύρισες πίσω. Συγχώρεσέ το που δεν σου πήρε την άδεια.
Συγχώρεσε και εμένα μαζί με αυτό που δεν σου χτυπήσαμε την πόρτα. Μην ξεχνάς ότι ούτε εσύ τη χτύπησες όμως.
Σε τρόμαξε η υπερπροσφορά, η τρέλα, ο έρωτας, η συγκλονιστικότερη κινητήριος δύναμη στον πλανήτη, που όσο σε μετουσιώνει, άλλο τόσο μπορεί να σε συντρίψει.
Αλήθεια πόσες ώρες αραχτής σπιτίλας θυσίασες για μένα, πόσες υποχρεώσεις ακύρωσες, πόσα μεσημέρια γέμισες με το φιλί μου;
Για πες μου αν ξαγρύπνησες μια καλοκαιρινή νύχτα κοιτώντας τον ουρανό που έκλαιγε και αυτός μαζί μου;
Ποιο βράδυ κοιμήθηκες με τύψεις επειδή με ακύρωσες; Εδώ για πού το έβαλαν οι ενοχές;
Είναι νωρίς ακόμη. Κοιμήσου αγκαλιά με την ηθική σου διαμαρτυρία.
Είναι αργά. Ψάξε να βρεις μια έξοδο κινδύνου…
Με βλέπεις ανάσα της ζωής μου;
Έρχομαι ή φεύγω;