Ξέρω ότι πια, κανείς δεν θα γράψει τον επίλογο..
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Πάνω σε μια στοίβα αναμνήσεις σε διεκδίκησα.
Δεν ήθελα βλέπεις να σε αφήσω να φύγεις, σαν μια ανάμνηση όπως όλες οι άλλες.
Να χαθείς μέσα σε μια αναφορά του χρόνου, σε σκονισμένα χαρτιά σ’ένα βιβλίο που επίλογος δεν γράφτηκε.
Ξέρω ότι κανείς δεν θα γράψει τον επίλογο, γιατί κανείς δεν μπόρεσε να χωρέσει στον χρόνο, δεν μπόρεσε να χορτάσει τις ώρες.
Δεν μπόρεσε να βρει τον σφυγμό της απουσίας.
Σ’ένα λευκό λοιπόν χαρτί θα αφήσω ένα κομμάτι που θα ακούει στο όνομά σου, για να μου θυμίζει ότι περπάτησες μέσα στις φλέβες μου,\να μου θυμίζει ότι ύψωσες ένα συναίσθημα σ’έναν γαλάζιο ουρανό, σ’ένα κόσμο που γεννήθηκε μόνο για εμάς.
Θα αφήσω κι εκείνη την μαγεία που κουβαλάει την χρυσόσκονη που έντυσε την ψυχή μας.
Θα προσθέσω κι εκείνον τον σφυγμό που ανασαίνει σιωπηρά, γιατί δεν μπόρεσε να παραφράσει την μνήμη.
Θα ποτίσω κι εκείνη την σταγόνα που παρέμεινε επάνω στα χείλη μου, ελπίζοντας να μην ξεχάσουν, να μην στραγγίξουν την αγάπη μου.
Αυτήν που άφησα πάνω στα χείλη σου!