Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Τα μάτια σου κοιτάνε ψηλά. Καρφωμένο το βλέμμα σου στον ήλιο. Σκιές χορεύουν μέσα τους, σκιές φιλοδοξίας. Την ματαιοδοξία τραβούν από το χέρι και την στήνουν πρώτη στο χορό. Στέκομαι αντίκρυ σου και σε κοιτώ και σιωπηλά αναρωτιέμαι. Τι ζήλεψες από τον ήλιο, που τόσο αχόρταγα κοιτάς; Τι; Την λάμψη; Ή το ότι στέκει εκεί, τόσο πιο ψηλά από εσένα;
Στο είπε, άραγε, κανείς, πως ο ήλιος δεν είναι παρά μια μπάλα πύρινη, φωτιά! Κι αν στέκει μοναχός στο κέντρο του δικού του σύμπαντος, είναι γιατί καταδικασμένο είναι οτιδήποτε τολμά να τον αγγίξει.
Η παγίδα της φιλοδοξίας είναι ολόκληρη καλά βουτηγμένη μες στο μέλι. Εύκολα πιάνεσαι, κολλάς! Έτσι κόλλησες κι εσύ, μάτια μου. Γέμισε η γλώσσα σου γλύκα! Άρπαξες το βάζο κρυφά κι άρχισες να τρέχεις, μην στο αρπάξει κανείς και το χάσεις. Μα, τον κίνδυνο που καραδοκεί, για να σε καταπιεί, τον είδες;
Πήρες φόρα κι έτρεξες στη σκάλα της δόξας. Προσπάθησες να ανέβεις δύο – δύο τα σκαλιά, για να προλάβεις. Μα, πάνω στην βιασύνη σου σκόνταψες και πάει! Έπεσε κι έσπασε το βάζο! Ξεχύθηκε η γλυκιά φιλοδοξία πάνω στα σκαλοπάτια. Κι άρχισες να τα ανεβαίνεις γλείφοντάς τα με τη γλώσσα ένα – ένα. Να μη μείνει στάλα για κανέναν. Τόση ήταν η πείνα σου, ακόρεστη, που άρχισες να τσαλαπατάς ακόμη κι εκείνους που κάθονταν αμέριμνοι σε κάθε σκαλοπάτι. Κι ούτε που γύρισες να ρίξεις ένα βλέμμα, έστω μια ματιά μισή. Κι εγώ εκεί στα χαμηλά, σε κοιτούσα και κουνούσα λυπημένη το κεφάλι. Αχ, καημένε μου άνθρωπε, καημένε! Δεν ήξερες! Δεν ήξερες.
Δεν ήξερες πως εκεί ψηλά στην κορυφή τεράστια είναι η μοναξιά της δόξας και το φορτίο της βαρύ. Πολύ βαρύ για τις δικές σου, αγύμναστες πλάτες. Άρχισαν να φυσούν οι ανέμηδες κι εσύ παραπατάς ήδη κουρασμένος. Κάτω κοιτάς, μα δε βλέπεις κανένα δίχτυ ασφαλείας. Γιατί, άνθρωπε, δεν φρόντισες πάνω στην βιασύνη σου μήτε γερά θεμέλια να χτίσεις μήτε να ράψεις μια τέντα γύρω απ’το βωμό σου.
Άρχισε να σείεται η γη κι εσύ ήδη άρχισες να κατρακυλάς από τη σκάλα. Πέφτεις! Πέφτεις και τσακίζεσαι σε κάθε ένα σκαλί που άφησες τα λασπωμένα ίχνη. Τα χέρια σου τεντώνεις, ψάχνεις από κάπου να πιαστείς. Μα, βρίσκεις μόνο μάτια που αδιάφορα κοιτούν, την πλάτη τους γυρνούν, να μη σε δουν που πέφτεις. Τα χέρια τους δεμένα, σταυρωμένα στα στήθη που φύλαξαν την πατημένη αξιοπρέπεια κι ούτε ένα δεν απλώθηκε, για να πιαστείς. Γιατί, καθώς ανέβαινες, αυτούς που προσπερνούσες, ποτέ σου δεν σκέφτηκες πως κατεβαίνοντας, τους ίδιους πάλι θα συναντούσες.
Η ζωή είναι ένας τροχός, που γυρίζει συνεχώς. Διαγράφει κύκλους και καθένας τους από το ίδιο πάντα σημείο ξεκινά και σο ίδιο καταλήγει. Αλοίμονο σε εκείνον που η αξία του είχε αφετηρία το μηδέν!
Σου φώναζα : ”Να’ σαι σοφός! Στα μάτια να κοιτάς αυτούς που δίπλα τους περνάς και να τους σφίγγεις γερά το χέρι. Από του σεβασμού τον άξονα γύρω να περιστρέφεσαι. Αν χάσεις τον προσανατολισμό σου, θα έχεις χάσει τον ίδιο τον εαυτό σου”.
Θυμάσαι;