Τώρα, δεν θέλει άλλα μεθυσμένα μηνύματα.. τώρα θέλει την ησυχία της.
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Άφησα μισάνοιχτο το παράθυρο. Πνιγόμουν, πνίγομαι.. Τα νυσταγμένα φώτα της πόλης εισχωρούν με μαεστρία στο δωμάτιο. Η κουρτίνα χορεύει στο ρυθμό που χόρευαν κάποτε τα μαλλιά σου.
Τώρα νιώθω να πνίγομαι ακόμη περισσότερο..
Αρχίζω σιγά – σιγά να βυθίζομαι και να χάνομαι στ’ονείρεμα του μυαλού μου. Κάπου – κάπου σε βλέπω να μου χαμογελάς. Πόσο μακρινό φαντάζει. Κι ήταν μόλις χθες η τελευταία φορά που είδα το αφοπλιστικό σου χαμόγελο. Σφίγγω τα μάτια μου για να μην τρέξουν δάκρυα αλλά.. αλλά εκείνα δε με υπακούν πια. Ανάμεσα στις σκιερές κοιλάδες του προσώπου μου, ξεχύνονται θάλασσες. Θάλασσες που ξεβράζουν αναμνήσεις, πόνο και τσακισμένα όνειρα. Ακούω τα φαντάσματα του παρελθόντος να μου χτυπούν την πόρτα. Τά‘χα ξεχάσει, τά‘χα λησμονήσει όλα κείνα τα φαντάσματα. Αλλά τώρα επέστρεψαν. Ακούω τις σκουριασμένες αλυσίδες τους, πλησιάζουν..
Οι ετοιμοθάνατες ελπίδες μου, επιπλέουν κι αυτές στην επιφάνεια. Σε λιγάκι θα μοιάζουν άψυχα κουφάρια και θα κόβουν άσκοπες βόλτες από δω και από κει. Κι ήταν τόσες πολλές οι ελπίδες μου, για σένα. Ήμουν τόσο σίγουρος για δαύτες που στεκόμουν στην κορυφή και κρατώντας την αγάπη μου, περίμενα να αρχίσουν να παίρνουν υπόσταση. Περίμενα να τις δω να φλέγονται, παίρνοντας σάρκα και οστά.
Άνοιγα τα χέρια μου κι εκεί μέσα έκλεινα όλο μου τον κόσμο. Εκεί μέσα κουβαλούσα όλη την ευτυχία που μάζευα χρόνια. Τώρα δε μού‘χει μείνει κάτι για να κρατήσω. Τώρα.. αφημένος στη θύελλα του μυαλού μου, με τα φτερά σκισμένα, νιώθω όλο και πιο έντονο το κύμα της μοναξιάς να σκάει στα πόδια μου.
Μ’έχει κουρελιάσει η μοναξιά μου, ρε γαμώτο.
Δεν θα γυρίσεις, ξέρω.. Τι να αγναντέψεις άλλωστε από τα σαπισμένα κατάρτια ενός πλοίου. Τι θέα ν’απολαύσεις. Τη ψυχή μου, να την αφήσεις όμως ήσυχη, ακούς;
Της αρκούν όλοι εκείνοι οι εφιάλτες κάθε βράδυ, δεν θέλει ούτε τα “μεθυσμένα” μηνύματά σου, ούτε τα ανόητα και δήθεν τυχαία τηλεφωνήματα.
Ησυχία θέλει. Την ησυχία της. Αυτό μονάχα.