Ήθελα να ήξερα ποια σε μαζεύει και χάνεσαι
Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Πιάνω τον εαυτό μου να κλαίει πάλι, η ώρα 5 το ξημέρωμα και εγώ ακόμα στριφογυρίζω στο κρεβάτι. Το μαξιλάρι μου είναι μούσκεμα από τα δάκρυα μου και εγώ για μια ακόμα φορά βρίσκομαι να κοιτάζω το λευκό ταβάνι. Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν τούτο το ταβάνι μπορούσε να μιλήσει τι θα είχε να πει, τι θα είχε να μου πει.
Τα χέρια μου σταυρωμένα στο στήθος μου τρέμουν και προσπαθώ μετά βίας να τα συγκρατήσω, κάτι το οποίο έχω αποτύχει παταγωδώς να κάνω με τα δάκρυα μου. Σκέφτομαι που να είσαι, γιατί δεν είσαι εδώ;
Με έχεις και περιμένω και προσμένω και λιώνω κάθε μέρα λίγο λίγο. Η καρδιά μου χτυπάει τρελά και εγώ νιώθω πως χάνω το οξυγόνο μου, πως κάποιος μου ρουφάει τον αέρα μου.
Πού είσαι διάολε, ποια σε μαζεύει και χάνεσαι, σε ποια άλλη αγκαλιά γυρνάς για ακόμα μία φορά; Δεν ξέρω πόσες φορές έχω αναρωτηθεί το ίδιο πράγμα, έχω χάσει πλέον το μέτρημα, κουράστηκα να κρατάω λογαριασμό, βαρέθηκα να πονάω.
Και να που για ακόμα μια φορά, ακόμα ένα βράδυ τα μάτια μου κατακόκκινα, σφιχτά κλεισμένα φέρνουν και πάλι νοερά την μορφή σου μπροστά μου.
Γιατί δεν είσαι εδώ; Που γυρνάς και με αφήνεις πάλι μόνη; Θα γυρίσεις ποτέ; Τα μάτια κλείνουν αργά και ο ύπνος έρχεται βασανιστικά αργά και πάλι.