Η μνήμη έγραψε, πως εσύ κι εγώ, δεν τα καταφέραμε!
Γράφει η Γεώρα
Όλοι μας είμαστε πιόνια της μνήμης. Ηθελημένα θύματα του μυαλού μας. Δεν ξέρω πως, αλλά συνήθως κυριαρχούν οι λίγο πιο άσχημες μνήμες. Οι ρημάδες παίζουν σε επανάληψη ακόμα και ξεθωριασμένες. Ακόμα και θολές, αποσπασματικά με πείσμα θα δηλώσουν παρών, για να σου διαλύσουν το είναι.
Και εσύ, αχ εσύ, εγώ, ο καθένας μας, σαν να μην έχουμε την δύναμη να τις σταματήσουμε βγάζουμε κάθε εμπόδιο και λέμε, « να, εδώ ρίξε ελεύθερα, πέτυχε καρδιά, κομμάτιασε με, γονάτισέ με, πίκρανέ με.» Χαζοί που είμαστε. Αδύναμοι, ηθελημένα πάλι. Αντί να τις κάψουμε εκείνες που μας πίκραναν, τις αναζωπυρώνουμε.
Μας διαμορφώνουν σκληρά και άλλοτε μας χαϊδεύουν απαλά, μας αγκαλιάζουν πονηρά και μας κάνουν να νιώσουμε ευτυχία. Αλλά να ξέρεις, πως εκείνες τις στιγμές που στην μνήμη μας έχουμε χαράξει ως ωραίες, τις αγγίζουμε με τέτοια προσοχή λες και θα πιάσουμε στα χέρια μας κρυσταλλάκι που μόλις έχει σπάσει και κόβει. Λες και αν επαναφέρουμε στην μνήμη κάτι όμορφο, είναι κακό.
Είναι που τελείωσε, είναι που ξέρεις πως είναι παγωμένο και δεν μπορείς να του φωνάξεις, να του θυμώσεις, να του απαγγείλεις το σ’αγαπάω. Είναι που η ευτυχία λογαριάζεται για δύσκολη, γι’αυτό και έχει αξία. Μα έλα που πληρώνει ακριβό ενοίκιο στο μυαλό.
Σώπασε τώρα! Να ξέρεις, πως η μνήμη αγάπη μου, είναι η απάτη και είναι και λίγο παραπάνω από εσένα. Και είσαι από τις απάτες που λογαριάζονται ακριβά, που πληρώνονται με συναίσθημα και φέρουν τίτλο ευτυχίας. Είσαι από αυτές που επαναφέρω στην μνήμη με δυσκολία και σε κάθε τέλος που χαμογελώ προσπαθώ να με μαζέψω γιατί δεν είσαι πάλι εδώ. Είσαι απάτη του μυαλού, απών στο τώρα και μνήμη ενός κενού!
Και σε ρωτάω λοιπόν, εδώ και τώρα μέσα στου μυαλού την παραζάλη, μέσα στη δόση ευτυχίας που πήρα επειδή σε επανέφερα, σε ρωτάω απάτη μου, έκλαψες ποτέ με λυγμούς που δεν με είχες; Ένιωσες να πνίγεσαι εσωτερικά από τα δάκρυά σου; Ένιωσες να καις και να αυτοτιμωρείσαι επειδή πίστεψες, επειδή ένιωσες, επειδή πέταξες τα τέλεια κουτάκια σου και ρήμαξες κάθε τι που σου είχαν χτίσει; Έκλαψες για μένα;
Ένα βράδυ που γύρισες μόνος, που δεν είχες κανέναν , που δεν μου έστειλες εκείνο το μήνυμα που περίμενα, που είχες περάσει υποτίθεται καλά, έκλαψες για μένα γαμώτο (;) , έτσι για να δείξεις πως ένιωσες. Χτύπησες το χέρι σου στην πόρτα, τα έβαλες με εσένα, λύγισες ;
Θέλω να ξέρω! Θέλω να ξέρω τον πόνο που γεννιέται από το συναίσθημα , από εκείνη την ριμάδα την στιγμή που δεν ήξερες πως ήταν η τελευταία, από την κοινή μας απόφαση για τέλος, κι’ας ξέραμε πως κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλον.
Έκλαψες βουβά επειδή ο εγωισμός σου ήταν μεγάλος ή τουλάχιστον έκλαψες κανονικά, θόλωσαν τα μάτια σου από την φωνή της ψυχής σου που φωνάζει “δεν αντέχω άλλο”. Γαμώτο πόνεσες που δεν με είχες; Που δεν καταφέραμε αυτό το μαζί. Έκλαψες που μείναμε απάτες της μνήμης μας;