Θα σε κρατήσω, κι ας σε χάσω..
Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης.
Κι έμαθα πια να φεύγεις.
Και κάθε φορά, ίδιος ο πόνος.
Κάθε φορά ίδιος ο θυμός.
Έρχεσαι για πολύ ή για λίγο, δεν μένεις όμως ποτέ παραπάνω.
Σαν να χτυπάει μέσα σου ένας συναγερμός πως αν μείνεις λίγο παραπάνω, θα σε αγγίξω μέσα σου.
Θα σε νιώσω όπως δεν επιτρέπεις.
Θα ρίξω τα τείχη σου.
Και φεύγεις.
Κάθε φορά, με το ίδιο χαμόγελο, με το ίδιο χάδι, με την ίδια φράση.
Κι εγώ μένω πίσω.
Με το μαξιλάρι σου να μυρίζει το άρωμά σου.
Με ένα ξεχασμένο λαστιχάκι στο κομοδίνο, να μου θυμίζει πως πέρασες, δεν σε φαντάστηκα.
Με όρκους που δεν δώσαμε.
Με σ’αγαπώ που δεν είπαμε.
Με ξημερώματα που δεν μοιραστήκαμε.
Κι αν κάποτε δεν με ένοιαζε, πρέπει να σου πω πως τώρα πονάει.
Πονάει που περπατάμε μαζί, αλλά μόνο στις σκιές.
Που ξενυχτάμε μαζί, αλλά μόνο μέχρι λίγο πριν ξημερώσει.
Πληγώνει, ο τρόπος που με αποφεύγεις όταν είναι άλλοι μπροστά..
Κι όσο εσύ ήσουν ξεκάθαρη στα “δεν μπορώ” σου, εγώ ερωτευόμουνα.
Κι όσο φεύγεις, τόσο σου φωνάζω μέσα μου «μείνε»!
Μέχρι την επόμενη φορά.
Μέχρι την φορά που δεν θα στο ψιθυρίσω όταν θα έχεις κλείσει την πόρτα.
Θα στο φωνάξω, θα στο δείξω, θα σε κρατήσω..
Κι ας σε χάσω.