Σου είχα ζητήσει μια αγκαλιά, θυμάσαι;
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Δεν ήρθες ποτέ κι ας σε ζήτησα τόσες φορές.
Κι ήσουνα εσύ που ένιωσες αδικημένος και μόνος.
Ήσουνα για μένα ένα ποίημα κρεμασμένο στα μάτια.
Ήμουνα για σένα μια ανάγκη που δεν μπόρεσε να βγει.
Νιώθω την ανάγκη να σου γράψω. Να σου πω πως νιώθω. Δεν κλαίω πια. Δεν πονάω. Άρχισες να ξεθωριάζεις πια στην θύμησή μου. Νιώθω χαρούμενη ξανά.
Νιώθω ευτυχισμένη.
Έχω βάλει την ζωή μου ξανά σε τάξη. Δεν λυπάμαι πλέον που σ’έχασα.
Τι ήσουνα για εμένα; Τι ήμουνα για εσένα;
Αυτό θα το κρίνει η ιστορία, η οποία δεν ήθελε να είμαστε μαζί.
Έχω γράψει πολλά στα τετράδια της ψυχής μου, δεν τα έδειξα σε κανέναν κι ούτε θα το κάνω. Αυτά ανήκουν μόνο σε μένα. Είναι το βαθύ μου συναίσθημα.
Είχα θυμώσει ξέρεις και είχα πληγωθεί, απ’εκείνο το γράμμα. Αλλά και αυτό το ξέχασα, το έθαψα βαθιά. Κι αν αυτά που έγραψες τα πίστευες, δεν πειράζει, δεν έχει πλέον καμία σημασία.
Η ψυχή μου ξέρει κι αυτήν με νοιάζει. Άλλαξα, δεν είμαι αυτή που ήξερες.
Αυτή που άφησες. Με ξέχασα όταν κοιτούσα μέσα στα μάτια σου, όταν παρέδωσα την ψυχή μου, όταν άκουγα μονάχα τον χτύπο της καρδιάς μου.
Τώρα είμαι ακόμα καλύτερη. Είμαι εγώ αυτή που αγαπώ.
Είμαι εγώ αυτή που βλέπω κι όσο θα ζω θα μ’αγαπώ.
Ζω με τους δικούς μου σφυγμούς τώρα, αναπνέω απ’τα δικά μου πνευμόνια.
Άλλαξα για να μπορέσω να μ’αγαπήσω. Άλλαξα για να μπορέσεις να μ’αγαπήσεις.
Κι όσο για σένα, θέλω να ξέρεις ότι πάντα εύχομαι να είσαι καλά, να χαμογελάς, να ονειρεύεσαι, να περνάς όμορφα και να αγαπάς.
Σου ζήτησα μια αγκαλιά, θυμάσαι; Δεν ήρθες ποτέ!