Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Δες. Περνάει η ζωή μας και τη χάνουμε. Τη χάνουμε μέσα από τα χέρια μας.
Τρέχουμε να προλάβουμε κάτι που μοιάζει με ζωή κι όμως χάνουμε.
Χάνουμε χρόνο προσπαθώντας να κρατήσουμε στα χέρια μας μικρά ανόητα πραγματάκια, ενώ οι ζωές μας εγκαταλείπουν το πλοίο.
Προσπαθούμε απεγνωσμένα να τρέξουμε όσο πιο πολύ μπορούμε, να κάνουμε όσα πιο πολλά μπορούμε μην έχοντας κουράγιο να αντιμετωπίσουμε την πραγματική ζωή. Μην έχοντας το κουράγιο να βάλουμε τον εαυτό μας απέναντι και να τον ρωτήσουμε “είσαι ευτυχισμένος έτσι όπως κατάντησες”
Και ποιος αλήθεια έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει το τέρας που κρύβει μέσα του; Ποιος έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει τον χρόνο, τη ζωή, την καθημερινότητα.
Όλοι μας τα παρατάμε.
Τρέχουμε να προλάβουμε τη ζωή, αλλά στην ουσία έχουμε σηκώσει τα χέρια ψηλά.
Επί της ουσίας τρέχουμε να προλάβουμε κάτι που δεν υπάρχει.
Ποιος έχει το θάρρος να τα βάλει με την ζωή; Αντρίκια όμως, να την βάλει κάτω και να τη δαμάσει. Να πει στο τέλος με πόνεσες, με τελείωσες αλλά σε κατάφερα ρε ζωή. Κατάφερα να σε κατακτήσω.
Και ποιος νομίζεις ότι είναι ευτυχισμένος κυνηγώντας σκιές;
Ούτε εγώ, ούτε εσύ ούτε κανείς. Αλλά δεν βαριέσαι; Ποιος κυνηγάει τώρα τη ζωή;