Τι κι αν ήταν σκάρτη η παρτίδα; Εσύ, την έπαιξες στα ίσα..
Γράφει η Άρτεμις Πολυκάρπου.
Τι να γράψω, δεν βρίσκω λέξεις. Γίνανε οι άτιμες ασήκωτες πέτρες μέσα στην καρδιά.. Τι θέμα να βρεις όταν η κραυγή της δεν βρίσκει πια το κουράγιο να λυτρωθεί μέσα από τα ματιά; Μόνο κοιτάς και δεν μιλάς.. σαν βουβός στρατιώτης χαζεύεις τον βάρβαρο πόλεμο που νιώθεις, παρακαλώντας την βούλησή σου να σηκώσει το όπλο, μπας και γλυτώσεις..
Πριν το τέλος, οι φωνές χαμήλωσαν, άρχισε το όνειρό σου να ξεριζώνεται από τα σπλάχνα της ψυχής σου και σε παίρνει η κατρακύλα μαζί του. Πώς να σ‘αφήσει πίσω; Μιας και γελάστηκες, ξέθαψες ό,τι είχες και δεν είχες και τα χάρισες όλα, μαζί με το κλειδί της εξόδου..
Κάτι τυφλές ελπίδες που τάιζες το τομάρι σου με την σκέψη πως τα σίδερα κάποτε λυγίζουν. Κάτι νύκτες που παζάρευες με τον ουρανό, να σου φωτίσει ένα άστρο, έτσι για νά‘χεις κάτι για παρηγοριά. Κάτι πρωινά που “χαστούκιζες” τον εαυτό σου να σου δώσει ένα χαμόγελο έτσι για νά‘χεις κάτι, στο φως της μέρας, να μην σε βλέπει κανείς.
Τι να τους πεις; Αρκείσαι στο “καλά”. Πώς να δουν την θλίψη κάτω από τον βυθό σου; Μόνο αν πιάσουν τον παλμό σου θα δουν ποσό αργοχτυπάει το όνειρό σου πια. Μα και πάλι τι νόημα έχει; Ό,τι αργοπεθαίνει πώς να μοιραστεί; Ντροπή δεν είναι να φοβάσαι, ντροπή δεν είναι να πονάς..
Το καταφύγιό σου, εκείνος ο γυάλινος καθρέφτης, να σου χαμογελάει και, μέρα με την μέρα, να σου φανερώνει ένα είδωλό σου με πνοή επίγειου αγγέλου. Δεν θυμώνεις, ούτε το κρατάς μανιάτικο, σε παρασέρνει μια παλίρροια δύναμης και ευλογίας που ο πόνος δείλιασε και έγινε ένα μαζί της. Τι και αν ήταν μια σκάρτη παρτίδα σε επανάληψη, η αλήθεια σου παραμένει πάντα μια κατάθεση ψυχής.
Λυπάσαι μόνο που ακόμα και αν μπλόφαρες εν ψυχρώ με τα όριά σου, τα σίδερα δεν λύγισαν. Λες και η ζωή δεν σου χρωστά μερτικό από το όνειρο. Απορείς αν είναι ευχή ή κατάρα, μα έλα που η καρδιά σου κατέχει μόνο να πολεμά για ό,τι στερείται από αγάπη. Βάλε την μάχη αυτή κορώνα στο κεφάλι σου και μην αφήσεις την αγγελική πνοή σου να χαθεί με το όνειρό σου. Χαμογέλασε πίσω στο είδωλό σου και τέλειωσε την παρτίδα. Άνοιξε το παράθυρό σου και δες έξω, υπάρχει ένα αύριο που σε περιμένει..
Υ.Γ. Όπως λέει και ο Καζαντζάκης «Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή θα σπάσουν και τα σίδερα»