Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Ξέρω, κουράστηκες.
Κουράστηκες να βάφεις με την υπομονή σου ματωμένα φεγγάρια.
Κουράστηκες να τυλίγουν αγκάθια το σώμα σου.
Είδες αρκετά και σιώπησες. Είδες αρκετά και τρόμαξες.
Νήστεψες την επιθυμία σου με τρόμο. Μα νηστεύει η επιθυμία, ο έρωτας, η αγάπη;
Δεν κουράστηκες λοιπόν να παραπονιέσαι; Δεν κουράστηκες να είσαι το θύμα;
Για πόσο καιρό θα είσαι θύμα; Για πόσο καιρό θα κομματιάζεις τον εαυτό σου;
Φύγε από κει που είσαι, άλλαξε την κατάσταση ή αποδέξου την.
Μην ζεις την κάθε μέρα σου σαν μια τρέλα.
Και χτύπα ένα χαστούκι στην αυτοπεποίθηση που δεν είχες ποτέ, μπας και την συναντήσεις.
Ρίξε κι ένα χαστούκι στην μοίρα σου που την άφησες στην τύχη της, μπας και ξυπνήσεις.
Μην κλαίγεσαι και μην δημιουργείς δράματα συνέχεια, δεν είσαι εσύ το κέντρο του κόσμου όλου!
Είμαι σκληρή, το ξέρω, αλλά έτσι δεν είναι η ζωή μωρέ;
Ποιος σου είπε ότι θα ήταν καλή μαζί σου;
Επέλεξε για εσένα το καλύτερο, γιατί όπως έχω ξαναπεί είμαστε οι επιλογές μας.
Μην γεμίζεις τις μέρες σου με απαισιοδοξία και τις νύχτες σου με σκιές.
Αγάπησες ποτέ τον εαυτό σου στ’αλήθεια;
Το ξέρω πως κουράστηκες, πως σώπασες, αλλά δεν συγχώρεσες ποτέ τον εαυτό σου.
Πια δεν καταλαβαίνεις, δεν νιώθεις, δεν μαρτυράς τίποτα.
Άρα δεν ζεις, προσπερνάς την ώρα που τρέχει αλύπητα από πάνω σου και ελπίζεις να δεις κάτι διαφορετικό.
Μα ό,τι κι αν δεις, δεν σε αγγίζει πλέον, γιατί είναι αργά πια.
Γέμισες αγκάθια που πληγώνουν εσένα κι όσους αγαπάς.
Ή ίσως δεν έμαθες ποτέ σου ν’αγαπάς.